‘Σε κλίμα συναισθηματικής φόρτισης πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελετή για την ολοκληρωτική ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η τουρκική σημαία κατέβηκε από τον ιστό και την θέση της πήρε η γαλανόλευκη. Οι τελευταίοι τούρκοι στρατιώτες αποχωρούν από την Καρπασία ύστερα από 50 χρόνια παρουσίας’’.
Το νεοσύστατο κράτος της Κύπρου διένυε τον τέταρτο χρόνο ζωής του. Η ανεξαρτησία του που επίσημα ανακηρύχθηκε στις 16 Αυγούστου 1960 ήταν σε αναντιστοιχία με την εκπλήρωση του στόχου της Ένωσης με την μητέρα Πατρίδα που εκφράστηκε ξεκάθαρα τόσο με το δημοψήφισμα στις 15 Ιανουαρίου 1950 (95,7% υπέρ), όσο και με τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ την τετραετία 1955-1959.
Το δοτό Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτέλεσμα των μειοδοτικών συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου (11 και 19 Φεβρουαρίου 1959), υπήρξε βρετανική έμπνευση που καθιστούσε την λειτουργία του κράτους αδύνατη. Η τουρκική μειονότητα του 18% ήταν όχι μόνο συγκυρίαρχη, παρακάμπτοντας την αρχή της πλειοψηφίας, αλλά είχε και το δικαίωμα να εμποδίζει την πραγμάτωση πολιτικών και αποφάσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ανεφάρμοστο Σύνταγμα, που αποτέλεσε παγκόσμια πρωτοτυπία, σε συνδυασμό με τη διαλυτική λειτουργία των Τούρκων και τα στρατηγικά συμφέροντα των Βρετανών έφερε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα την οργάνωση και διοίκηση του νησιού σε αδιέξοδο.
Οι προτάσεις του Προέδρου της Κύπρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου (13 σημεία) στις 30 Νοεμβρίου 1963 για την τροποποίηση του Συντάγματος με μονομερή πρωτοβουλία που κατατέθηκαν στις εγγυήτριες δυνάμεις (Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία), συνάντησε την έντονη αντίδραση της τουρκικής πλευράς. Οι Τούρκοι υπουργοί αποχώρησαν από την κυβέρνηση και οι Τούρκοι δημόσιοι υπάλληλοι από την κρατική διοίκηση. Τη συνταγματική κρίση θα ακολουθήσουν ενδοκοινοτικές συγκρούσεις στην πρωτεύουσα, στη Λάρνακα και στην Αμμόχωστο που παίρνουν μέρος η ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ και η ΕΛ.ΔΥ.Κ. Ταυτόχρονα τα τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα και πλοία παραβίαζαν τον εναέριο χώρο και χωρικά ύδατα αντίστοιχα της Κύπρου, κάνοντας επίδειξη δύναμης. Ακριβώς ένα μήνα αργότερα συμφωνείται η κατάπαυση του πυρός και χαράσσεται η Πράσινη Γραμμή στη Λευκωσία, χωρίζοντας τις συνοικίες των δύο κοινοτήτων. Ο Τούρκος Αντιπρόεδρος Φαζίλ Κιουτσούκ δηλώνει ‘‘Το Σύνταγμα είναι νεκρό’’ και πως δεν υπάρχει πλέον προοπτική συνύπαρξης μεταξύ των ‘‘Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων’’.
Έτσι το 1964 σε συνθήκες τελμάτωσης για το Κυπριακό ζήτημα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα ξανακαθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Πενταμερής Διάσκεψη στο Λονδίνο στις 15 Ιανουαρίου με πρωτοβουλία Αγγλίας και Η.Π.Α και το προτεινόμενο σχέδιο Σάντις-Μπολ δεν θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα. Στις 4 Μαρτίου το ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε αναφέρει ότι η λύση του Κυπριακού θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων των ενδιαφερόμενων μερών και ειρηνευτική δύναμη αποστέλλεται στο νησί.
Ενώ αυτά διαδραματίζονται στο Κυπριακό, στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής ο Ψυχρός Πόλεμος Ανατολής-Δύσης συνεχίζεται με αμείωτη ένταση με την κρίση την πυραύλων της Κούβας να φέρνει τις δύο τότε υπερδυνάμεις ένα βήμα πριν από την ένοπλη αναμέτρηση Η Σοβιετική Ένωση, μεταξύ άλλων, εμφανίζεται απειλητική στην Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή συνάπτοντας συμμαχίες με Αίγυπτο, Λιβύη και Συρία, ενώ τα ρωσικά πολεμικά σκάφη διεισδύουν στις ‘‘θερμές θάλασσες’’. Αντίστροφα οι Η.Π.Α με το δόγμα της ανάσχεσης στην περίμετρο της Ευρασίας πίεζαν την Σοβιετική Ένωση να συγκρατηθεί στην γεωπολιτική ενδοχώρα. Για την Ουάσιγκτον δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της σε ολόκληρη τη Μεσόγειο σε μια χρονική στιγμή που η Σοβιετική Ένωση την αμφισβητούσε ευθέως ασκώντας επιθετική πολιτική.
Υπό τις διαμορφωθείσες συνθήκες ο αμερικάνικος ρόλος εμπλοκής στο Κυπριακό γίνεται πια ξεκάθαρα πρωταγωνιστικός το 1964. Η διαιώνιση της έκρυθμης όσο και ρευστής κατάστασης στη Μεγαλόνησο υπονόμευε τη συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ λόγω πιθανού πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αφού η τελευταία απειλούσε με εισβολή, καθώς οι εντάσεις και ενίοτε συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων διατηρούνταν σε υψηλό επίπεδο.
Ταυτόχρονα η σοβιετική διείσδυση στην Κύπρο με την ανάληψη σχετικών πρωτοβουλιών αποτελούσε σοβαρό ενδεχόμενο, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν και τη δημόσια θέση του Μακαρίου για βοήθεια από την Μόσχα σε περίπτωση τουρκικής εισβολής Τα στρατηγικά συμφέροντα των Η.Π.Α στην περιοχή βρίσκονταν σε κίνδυνο από μία επικείμενη σύρραξη μεταξύ δύο μελών της Συμμαχίας και της μετατροπής της Κύπρου σε μία ‘‘Κούβα της Μεσογείου’’ κάτω από κομμουνιστική επιρροή.
Ο Αμερικάνος Πρόεδρος Λίντον Τζόνσον ήταν αποφασισμένος να διευθετήσει οριστικά το πρόβλημα, αναθέτοντας στον Ντιν Άτσεσον να μεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης. Ο τελευταίος, που είχε διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών (1949-1953), ήταν ο εμπνευστής του Δόγματος Τρούμαν, διατυπώνοντας την περίφημη φράση ‘‘post war order’’, δηλαδή μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Έχοντας φήμη δεινού διαπραγματευτή επεξεργάζεται ένα σχέδιο που πίστευε ότι θα ήταν αμοιβαίο αποδεκτό από Ελλάδα και Τουρκία.
Ο Λίντον Τζόνσον στέλνει το προεδρικό αεροσκάφος με διαφορά μίας μόνο ημέρας πρώτα στην Άγκυρα και μετά στην Αθήνα για να μεταφέρει τους Ισμέτ Ινονού και Γεώργιο Παπανδρέου για συνομιλίες στον Λευκό Οίκο.
Σταθερή θέση των Η.Π.Α ήταν η απομάκρυνση του Κυπριακού από το πλαίσιο του Ο.Η.Ε και η ενδονατοϊκή διευθέτηση με μυστικές συνομιλίες μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων χωρών υπό την αμερικανική εποπτεία. Αντίθετα η ελληνική πλευρά επέμενε ότι η διαδικασία έπρεπε να βρίσκεται εντός των πλαισίων του Ο.Η.Ε υπό την ευθύνη του εκπροσώπου του Οργανισμού. Η όποια συμμετοχή των Η.Π.Α θα μπορούσε να ήταν επικουρική.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου αρνήθηκε σθεναρά να συναντηθεί απευθείας με τον Τούρκο Πρωθυπουργό, πιστεύοντας ότι σε περίπτωση αποτυχίας των συνομιλιών η κατάσταση θα επιδεινωνόταν ακόμη περισσότερο και τότε θα υπήρχαν αυξημένες πιθανότητες για σύρραξη. Άλλωστε το κλίμα που είχε διαμορφωθεί στην Κύπρο και στην Ελλάδα λόγω της απειλής της τουρκικής κυβέρνησης για άμεση εισβολή, δεν άφηνε περιθώρια για κατ΄ ιδίαν συζητήσεις.
Οι διαβουλεύσεις των επιτελείων των δύο χωρών στις οποίες συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Υπουργοί Εξωτερικών και πρέσβεις τους, ο Ανδρέας Παπανδρέου που ήταν Υπουργός Συντονισμού, ο Γιάννης Σωσσσίδης, διπλωματικός σύμβουλος, ο Μακ Ναμάρα, Υπουργός Άμυνας και ο Ντιν Άτσεσον, θα λάβουν χώρα μεταξύ 24 και 28 Ιουνίου. Η αμερικανική πλευρά αφού ξεκαθάρισε ότι η Δυτική Συμμαχία δεν είναι διατεθειμένη να επωμισθεί το κόστος μίας πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας παρουσίασε το Σχέδιο Άτσεσον.
Το Σχέδιο προέβλεπε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και σε αντάλλαγμα μια στρατιωτική βάση για την Τουρκία, δύο τουρκικά καντόνια με τοπική αυτονομία και το Καστελόριζο, για το οποίο η Τουρκία ήταν ιδιαίτερα θετική.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός παρά τις ισχυρές αμερικάνικες πιέσεις αρνήθηκε την αποδοχή του με το αιτιολογικό ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν δίνει το δικαίωμα παραχώρησης του ελληνικού εδάφους.
Παρόλο που η πρώτη προσπάθεια να πειστεί η Ελλάδα για τη συγκεκριμένη πρόταση ήταν ανεπιτυχής, ο Ντιν Άτσεσον φτάνει στην Γενεύη στις 5 Ιουλίου για να προωθήσει την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Εκεί ήδη διεξάγονταν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε με στόχο την εκτόνωση της κρίσης που προκλήθηκε λόγω της τουρκικής ανταρσίας το Δεκέμβριο του 1963 καθώς και από τις απειλές της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο. Στις συνομιλίες ρόλο μεσολαβητή είχαν αναλάβει ο Σακάρι Τουομιόγια και Ντιν Άτσεσον εκ μέρους του Ο.Η.Ε και Η.Π.Α αντίστοιχα.
Ο Ντιν Άτσεσον υποβάλει το πρώτο επίσημο σχέδιο λύσης του Κυπριακού που προέβλεπε:
- Ένωση Ελλάδας- Κύπρου
- Παραχώρηση της χερσονήσου της Καρπασίας στην Τουρκία με πλήρη κυριαρχία που θα χρησιμοποιείται ως στρατιωτική βάση
- Καθορισμός ειδικών περιοχών οι οποίες θα περιλαμβάνουν τουρκική πλειοψηφία που θα απολαμβάνουν ειδικού διοικητικού καθεστώτος με ευρείας έκταση αρμοδιότητες
- Ειδικές εγγυήσεις των μειονοτικών δικαιωμάτων που θα εξασφαλίζονται σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης
Η τουρκική κυβέρνηση αποδέχεται το Σχέδιο, ενώ η ελληνική πλευρά το απορρίπτει. Εν τω μεταξύ, η κρίση στο εσωτερικό της Κύπρου βαθαίνει ακόμη περισσότερο λόγω της επέκτασης των τουρκικών θυλάκων όπου μεταφέρεται βαρύς οπλισμός από την Τουρκία, θέτοντας επιτακτικά θέμα ασφάλειας όχι μόνο των Ελληνοκυπρίων, αλλά και του ίδιου του κυπριακού κράτους.
Η προσπάθεια εξουδετέρωσης του ισχυρού θύλακα Μανσούρας-Κοκκίνων από την Εθνική Φρουρά θα προκαλέσει την αεροπορική επέμβαση της Τουρκίας στις 8 Αυγούστου όπου θα βομβαρδίσει ανελέητα την περιοχή της Τηλλυρίας με 55 Eλληνοκύπριους νεκρούς στρατιώτες και αμάχους.
Μόλις μερικές μέρες μετά ως αποτέλεσμα της απόρριψης του πρώτου Σχεδίου και της κρισιμότητας των εξελίξεων, ο Ντιν Άτσεσον υποβάλει εσπευσμένα το δεύτερο συμβιβαστικό σχέδιο το οποίο υπήρξε και το τελικό. Αποτελείτο από 15 σημεία στα οποία περιλαμβάνονταν τα ακόλουθα:
- Άμεση ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας
- Ορίζετο ως υπουργός ο Γενικός Διοικητής ο οποίος θα ήταν μέλος της ελληνικής κυβέρνησης
- Η βάση προς την Τουρκία θα εκμισθώνετο για 50 χρόνια και η έκτασή της δε θα υπερέβαινε το 4,5% του εδάφους της Κύπρου. Τα κυριότερα ελληνικά χωριά θα εξαιρούντο της περιοχής και στην υπό εκμίσθωση περιοχή αναγνωρίζετο η ελληνική κυριαρχία
- Οι επαρχίες της Κύπρου δεν θα υπερέβαιναν τις οκτώ και σε δύο από από αυτές θα διορίζονταν Τουρκοκύπριοι έπαρχοι
- Εδημιουργείτο θέση Συμβούλου επί Μουσουλμανικών Υποθέσεων
- Για τους Τούρκους καθορίζετο ειδικό μειονοτικό καθεστώς ανάλογο με αυτό της Δυτικής Θράκης
- Μόνιμα εγκατεστημένος στην Κύπρο εκπρόσωπος του Ο.Η.Ε θα επέβλεπε την εφαρμογή του μεινοτικού καθεστώτος
- Αναγνώριση στην Ελλάδα και στην Τουρκία του δικαιώματος ατομικών προσφυγών, βάσει της Σύμβασης της Ρώμης για τα δικαιώματα του ανθρώπου
- Εδημιουργείτο κοινό αμυντικό όργανο Ελλάδας και Τουρκίας για συνεργασία στο στρατιωτικό, πολιτικό και τουριστικό τομέα
- Η Τουρκία θα αναλάμβανε την υποχρέωση να δεχθεί την επαναγκατάσταση των απελαθέντων από την Κωνσταντινούπολη και άλλες τουρκικές πόλεις Ελλήνων, καθώς και να τηρήσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις για την Ίμβρο και την Τένεδο
Το Σχέδιο παραδόθηκε σε μορφή επιστολής στις 20 Αυγούστου με κάθε επισημότητα από τον πρέσβυ των Η.Π.Α στην Αθήνα Χένρυ Λαμπουίς συνοδεία των δύο πολιτικών συμβούλων της πρεσβείας Άνσουζ και Μπρούστερ. Από ελληνικής πλευράς δίπλα στον Γεώργιο Παπανδρέου ήταν ο Υπουργός Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλος, ο Υπουργός Συντονισμού Ανδρέας Παπανδρέου και ο Έλληνας εκπρόσωπος στις συνομιλίες της Γενεύης Γιάννης Σωσσίδης, διπλωματικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού και μετέπειτα πρέσβυς ε.τ. Η επιστολή πέρα από τις τις λεπτομέρειες του Σχεδίου ανέφερε τον επείγοντα χαρακτήρα του για τη διευθέτηση του Κυπριακού ζητήματος λόγω της επικείμενης σοβιετικής ανάμιξης και του κινδύνου να περιέλθει η Μεγαλόνησος υπό κομμουνιστική επιρροή. Ο Σοβιετικός Πρόεδρος, Νικήτας Χρουτσώφ είχε προειδοποιήσει την τουρκική κυβέρνηση ότι σε περίπτωση επεμβάσεως η Ε.Σ.Σ.Δ δεν θα έμενε αδιάφορη, ενώ ο Πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής Σπύρος Κυπριανού δήλωσε στις 12 Αυγούστου πως η κυβέρνηση αποφάσισε ‘‘να δεχθή σοβιετικήν στρατιωτικήν βοήθεια’’ (η σχετική συμφωνία υπογράφτηκε το Σεπτέμβριο στη Μόσχα) Παράλληλα η επιστολή επισήμανε με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι οι Η.Π.Α θα πείσουν την Τουρκία να αποδεχτεί το Σχέδιο ως έχει.
Την αμέσως επόμενη μέρα ο Γιάννης Σωσσίδης θα μεταβεί στη Γενεύη ανακοινώνοντας την πλήρη αποδοχή του Σχεδίου στον αμερικάνο μεσολαβητή ο οποίος μάλιστα θα εγκρίνει και προτάσεις-βελτιώσεις της ελληνικής πλευράς ως προς την οριοθετική γραμμή για την έκταση της τουρκικής βάσης. Η ένωση Ελλάδας-Κύπρου κράτησε μόλις 1 ώρα και 30 λεπτά. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός τηλεφώνησε στον Γιάννη Σωσσίδη, δίνοντας του εντολή να συναντήσει τον Ντιν Άτσεσον γνωστοποιώντας την αδυναμία της Ελλάδας να δεχτεί τελικά τις προτάσεις του λόγω αρνήσεως του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Στις 22 Αυγούστου θα στείλει προσωπική επιστολή στον Ντιν Άτσεσον αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους το Σχέδιο δεν μπόρεσε να γίνει αποδεκτό, κατονομάζοντας τον Μακάριο ως υπεύθυνο. Ο Γιάννης Σωσσίδης επιστρέφει στις 24 Αύγουστου στην Αθήνα και μετά ολίγων ημερών με εντολή του Γεωργίου Παπανδρέου ενημερώνει τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, περί των τελευταίων εξελίξεων. Οι δύο πολιτικοί άνδρες συμφωνούν να αποσταλεί μήνυμα στον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον για την αποδοχή του δεύτερου Σχεδίου Άτσεσον με μικρές παραλλαγές. Η απάντηση της αμερικάνικης πλευράς δεν ήταν το ίδιο ενθαρρυντική, εφόσον δεχόταν μεν να επαναλάβει τη μεσολάβηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά υποδείκνυε την μετάβαση αντί της εκμίσθωσης της κυρίαρχης βάσης για 50 χρόνια στους Τούρκους.Ο Έλληνας Πρωθυπουργός απέστειλε ευχαριστήρια επιστολή στις 4 Σεπτεμβρίου τερματίζοντας τη μεσολάβηση.
Το Σχέδιο Άτσεσον στην τελική του μορφή, έτυχε αποδοχής από όλο το πολιτικό φάσμα (πλήν Ε.Δ.Α). Η ένωση Ελλάδας-Κύπρου, που δεν είχε επιτευχθεί 5,5 χρόνια νωρίτερα, το προαιώνιο όραμα γινόταν αληθινό, αφού η μίσθωση της χερσονήσου της Καρπασίας με τη μορφή στρατιωτικής βάσης για τους Τούρκους αποτελούσε ρύθμιση που είχε προσωρινό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα η επάνοδος στην Κωνσταντινούπολη των εκδιωχθέντων Ελλήνων με την παράλληλη ρύθμιση του θέματος των περιουσιών τους, καθώς και η αποκατάσταση του ιδιαίτερου καθεστώτος στα νησιά της Ίμβρου και Τενέδου υπήρξαν τεράστια οφέλη για την Ελλάδα
Τα ανταλλάγματα που δίνονταν στην Τουρκία με την 50ετη παραχώρηση του 4,5% του εδάφους, ώστε να εξασφαλιζόταν ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί η Κύπρος ως εφαλτήριο για επίθεση εναντίον της από τους Έλληνες, και οι εγγυήσεις για την τουρκοκυπριακή μειονότητα ήταν περιορισμένα, αν όχι ασήμαντα.
Τη χρονιά εκείνη έγινε ξεκάθαρα φανερό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία στην μορφή που είχε, δεν μπορούσε να συνεχίζει να υφίσταται ως ξεχωριστή κρατική οντότητα. Συνταγματικές μεταρρυθμίσεις ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν λόγω της άρνησης της τουρκοκυπριακής πλευράς, η οποία είχε ως στόχο τη δημιουργία χωριστού κράτους. Αυτό εκδηλωνόταν τόσο στο δημόσιο λόγο (συνέντευξη του Τούρκου Αντιπροέδρου Φαζίλ Κιουτσούκ στη Le Monde στις 10 Ιανουαρίου 1964), όσο και προς την κατεύθυνση της διοικητικής και πολιτικής οργάνωσης της τουρκικής κοινότητας μέσω της δημιουργίας δομών στους θύλακες ξεχωριστών από αυτές του Κυπριακού κράτους. Η Τουρκία είχε γνωστοποιήσει τις προθέσεις της για δυναμικότερη επέμβαση (απόβαση) την κατάλληλη χρονική στιγμή. Είτε η λύση της διχοτόμησης, είτε αυτή της ένωσης θα διαδεχόταν το ημιθανές κράτος της Κύπρου.
Οι Η.Π.Α στη δεδομένη συγκυρία θεωρούσαν ότι ένα ανεξάρτητο κυπριακό κράτος αποτελούσε απειλή για τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα προκρίθηκε ως η πιο συμφέρουσα επιλογή διότι
α) η απομάκρυνση του Μακαρίου από την ηγεσία απέτρεπε μια ενδεχόμενη αύξηση της σοβιετικής επιρροής, που ο τελευταίος υποδαύλιζε με την αλλοπρόσαλλη πολιτική του,
β) επανέφερε την ισορροπία στις διαταραγμένες σχέσεις δύο χωρών-μελών της Συμμαχίας, αποσοβώντας την επικείμενη σύγκρουση μεταξύ τους και η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ γινόταν πάλι αρραγής και
γ) ο Οργανισμός διευρυνόταν αποκτώντας στην νευραλγική αυτή γεωγραφική θέση νέα βάση με την ενσωμάτωση του νησιού στην Ελλάδα που ήταν ήδη μέλος του.
Η αμερικανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία την περίοδο Φεβρουαρίου-Απριλίου 1964 είχε μελετήσει όλα τα ενδεχόμενα σε αλλεπάλληλες συσκέψεις και σε συνεννόηση με τη Μεγάλη Βρετανία προέκρινε την ενωτική λύση που αποκαθιστούσε τη συνοχή των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ και εξασφάλιζε την Κύπρο από πιθανό έλεγχο της Μόσχας.
Η αποφασιστικότητα της Ουάσιγκτον να τερματίσει την εκκρεμότητα κατ΄ αυτόν τον τρόπο και μέσω της εφαρμογής του συγκεκριμένου σχεδίου σε πολύ σύντομο μάλιστα χρονικό διάστημα συνάγεται από πλήθος στοιχείων. Στοιχείων που αποδεικνύουν ότι θεωρούσε σχεδόν δεδομένο ότι η Τουρκία δεν μπορούσε να παρεκλίνει από αυτήν την επιλογή.
Κατ' αρχάς η αμερικάνικη ανάμειξή έγινε στο ανώτατο δυνατό επίπεδο με την προσωπική ενασχόληση του Προέδρου Λίντον Τζόνσον. Υπήρξε ο τελευταίος Πρόεδρος που ασχολήθηκε επισταμένα με το Κυπριακό, αφού μετέπειτα θα υποβιβαστεί σε επίπεδο υπουργών, μετέπειτα υφυπουργών και στο τέλος των επιτροπών εμπειρογνωμόνων. Ο ίδιος είχε σταματήσει (τουλάχιστον) δύο φορές την τουρκική απόβαση το 1964. Η πρώτη ήταν τον Ιανουάριο όπου στην σύσκεψη της ηγεσίας του State Department και της CIA, ο Υφυπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ ενημερώνει τους παρευρισκομένους ότι η τουρκική επέμβαση ήταν ζήτημα δύο-τριών ημερών και το μόνο που είχε πετύχει να εξασφαλίσει από πλευράς Τουρκίας ήταν απλώς να ενημερωθούν νωρίτερα οι Η.Π.Α. Τότε ο Αμερικάνος Πρόεδρος δεσμεύτηκε να σταματήσει την επιθετική ενέργεια των τούρκων (FRUS, vol. XVII, memorandum 3, 28.01.64).Η δεύτερη ήταν με το αυστηρότατο τελεσίγραφο του στις 5 Ιουνίου 1964 προς τον Πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού ο οποίος είχε αποφασίσει την λύση της απόβασης την 1 Ιουνίου.
Η παρέμβαση αυτή προκάλεσε αντιαμερικανικές εκδηλώσεις στην Τουρκία. Κατά τον Τζορτζ Μπολ, απευθυνόμενος στον Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε Ου Θαντ στις 26 Ιουνίου στη διάρκεια συσκέψεως στην έδρα του Οργανισμού, η απόφαση για απόβαση ελήφθη όταν ο Σακάρι Τουομιόγια αποκάλυψε στον Ισμέτ Ινονού την οριστική πρόταση των Η.Π.Α να πραγματοποιηθεί η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Τον ισχυρισμό αυτό απέρριψε ο Σακάρι Τουομιόγα ο οποίος θεώρησε ότι είχε ως σκοπό τη δυσφήμιση του έργου του Οργανισμού και την μετατόπιση της μεσολαβητικής προσπάθειας απολειστικά προς την πλευρά των Η.Π.Α (Έρκι Τουομιόγια, Ο Τουομιόγια για τον Τουομιόγια).
O Ντιν Άτσεσον στην επιστολή του προς τoν Έλληνα Πρωθυπουργό όπου επίσημα κατατέθηκε το δεύτερο Σχέδιο, αναφέρει, μεταξύ άλλων
‘‘Είμαι έτοιμος να ασκήσω τη μεγίστην δυνατήν πίεσιν και πειθώ δια να επιτύχω, όπως παραιτηθούν οι Τούρκοι πάσας απαιτήσεως δι’ εδαφικήν περιοχήν υπό την κυριαρχίαν των εις Κύπρον...Ειδικώτερον θα προτρέψω τους Τούρκους να περιορίσουν το σχέδιον των εις την εκμίσθωσιν για 50 έτη του τμήματος εκείνου της Χερσονήσου της Καρπασίας’’ και ‘‘πιστεύω, ότι θα επιτύγχανον, να επιτύχω Συμφωνίαν μετά της Τουρκικής Κυβέρνησης, όπως μη παρέμβη διά να αποτρέψη ή διά να απαιτήσεη διακυβερνητικήν συμφωνίαν προ της πραγματοποιήσεως της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα’’.
Η συμφωνία με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη για την προτεινόμενη λύση της ένωσης θα έπρεπε να ήταν ζήτημα ολίγων εβδομάδων, αν όχι ημερών. Αυτό επιβεβαιώνεται και σε τηλεγράφημα στην πρεσβεία των Αθηνών, με κοινοποίηση στον Ντιν Άτσεσον και τις πρεσβείες των Η.Π.Α σε Άγκυρα και Λονδίνο, από τον Άμερικάνο Υπουργό Εξωτερικών (ημερομηνία 22.08.1964, αρ. 347) ‘‘Μία ταχεία λύση μέσω της αμερικάνικής πρότασης είναι η μόνη δίοδος που παραμένει ανοικτή για την απότροπη κομμουνιστικοποίησης της Κύπρου’’. Επίσης στο ίδιο τηλεγράφημα επισημαίνεται ‘‘Χρησιμοποιούμε κάθε δυνατό μέσο, ώστε να συμφωνήσει η Τουρκία και δεν μπορούμε να αποδεχθούμε οποιασδήποτε δεύτερες σκέψεις από ελληνικής πλευράς σε αυτή τη φάση’’.
Και ενώ η αμερικανική πολιτική για τους δικούς της λόγους τη δεδομένη χρονική περίοδο στεκόταν απόλυτα ευνοϊκά προς το ελληνικό εθνικό συμφέρον, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος με την αρνητική του στάση καθόλα τη διάρκεια της διαδικασίας εμπόδισε σθεναρά την πραγματοποίηση του ενωτικού Σχεδίου.
Στις 27 Ιουλίου 1964 έρχεται στην Αθήνα, για να συναντηθεί με τον Γεώργιο Παπανδρέου ο οποίος θα τον ενημερώσει για την πορεία των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη προς την κατεύθυνση της ένωσης των δύο κρατών Στις 30 Ιουλίου δηλώνει ‘‘Αυτόκλητοι μεσολαβηταί ανέπτυξαν προσφάτως εις τα παρασκήνια της Γενεύης έντονον δραστηριότητα προς εκτροχιασμόν του Κυπριακού εκ της ακολουθητέας γραμμής...Οι αυτόκλητοι αυτοί μεσολαβηταί ως καλώς γνωρίζω επεξεργάσθηκαν απαράδεκτα σχέδια λύσεως του Κυπριακού...’’. Η προσπάθεια να πεισθεί ο Μακάριος να δεχτεί την ενωτική λύση συνεχίστηκε και τον Αύγουστο με πολύωρες συναντήσεις με τον Έλληνα Πρωθυπουργό και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο τέως Βασιλιάς ανέφερε ότι ο ίδιος κατόρθωσε να αποσπάσει καταρχάς τη συγκατάθεση του Μακαρίου, ο οποίος του είπε ‘‘΄Ακουσε κάτι, εγώ το δέχομαι τώρα. Σας το λέω αυτήν τη στιγμή’’ (κατάθεση του την 10.12.2009 στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή της Κύπριακης Δημοκρατίας για το Φάκελο της Κύπρου). Στη συνέχεια όμως ο Μακάριος υπαναχώρησε και απέρριψε το Σχέδιο.
Στις 8 Αυγούστου ο Γεώργιος Παπανδρέου εμφανέστατα απογοητευμένος γράφει στον Μακάριο ‘‘Εκφράζομεν βαθύτατην λύπην, διότι όλαι οι συμφωνίαι μας αποβαίνουν εις μάτην. Άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε, επακολουθούν δε δυσμενέσταται συνέπειαι’’. Το μήνυμα απέδωσε ο έλληνας πρέσβυς στη Λευκωσία Μιλτιαδής Δελιβάνης.
Κατόπιν, όταν το δεύτερο Σχέδιο Άτσεσον γνωστοποιήθηκε στον Μακάριο στις 22 Αυγούστου, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Πέτρος Γαρουφαλιάς είπε ότι ‘‘απόδοχή των προτάσεων θα οδηγούσε σε αιματοκύλισμα της Κύπρου’’, μεταφέροντας με τον πιο εμφατικό τρόπο τη θέση του Μακαρίου για την ένωση. Αυτά καταμαρτυρεί ο Γιάννης Σωσσίδης στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας την ίδια μέρα παρουσία των Νικολαρεΐζη, Βασιλικού και Πετρόπουλου που υπηρετούσαν στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Γενεύης (επιστολή Γιάννη Σωσσίδη στο Βήμα, 23.01.2002).
Από ελληνικής πλευράς υπάρχουν δύο ακόμη αξιόπιστες πηγές. Η επιστολή του Γεωργίου Παπανδρέου προς τον Ντιν Άτσεσον στις 22 Αυγούστου που επίσημα γνωστοποιεί την αδυναμία αποδοχής του Σχεδίου, αναφέροντας ‘‘The Archbishop rejects absolutely granting of any base either to NATO or Turkey. He also envisages the abolition of British bases’’. Επίσης η μαρτυρία του μετέπειτα Υπουργού Σάκη Πεπονή: ‘‘Ο Μακάριος μου είπε απερίφραστα ότι αποδεχόταν την ένωση υπό την προϋπόθεση ότι η Κύπρος δε θα εντασσόταν, δε θα υπαγόταν στο ΝΑΤΟ. Ξαφνιάστηκα’’.
Ο Μακάριος με επιδέξιο τρόπο τορπίλιζε κάθε φορά το ενωτικό εγχείρημα, εμφανιζόμενος ευατόν ως ο αυθεντικός προασπιστής της Ένωσης με την Ελλάδα. ‘‘Πάντα μιλούσε για Ένωση-αλλά πάντα οι ενέργειες του απέβλεπαν στην ανεξαρτησία’’ όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο βιβλίο του ‘‘Η δημοκρατία στο απόσπασμα’’.
Το πρώτο Σχέδιο το ονόμασε διχοτόμηση, στο δε δεύτερο υποστήριξε ότι δεν επιτευχόταν η πλήρης ένωση με την παρουσία των βάσεων της Αγγλίας και Τουρκίας τις οποίες δεν δεχόταν. Ενώ το 1959 είχε αποδεχθεί ασμενώς τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, δια των οποίων είχαν αποκλεισθεί δια παντός η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, είχε εγκατασταθεί η Τουρκική Στρατιωτική Δύναμη στην Κύπρο, είχε εγκαθιδρυθεί καθεστώς συνδιοίκησης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (με Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο) και είχαν παραχωρηθεί δύο σημαντικές και εκτεταμένες κυρίαρχες βρετανικές στρατιωτικές βάσεις και στρατιωτικές διευκολύνσεις σε διάφορα άλλα σημεία της Κύπρου.
Ο Μακάριος με τη στάση του εκβίαζε την Ελλάδα και εξόργιζε τις Η.Π.Α, στρεφόμενος εναντίον των χωρών που εγγυούνταν την ασφάλεια της Κύπρου. Η τότε κυβέρνηση είχε αποστείλει μυστικά ολόκληρη Μεραρχία για την αμυντική θωράκιση του νησιού και ο Λίντον Τζόνσον είχε αποτρέψει την τουρκική εισβολή. Ήταν κατά τον αμερικάνο πρέσβη στην Λευκωσία Ουίλκινς ‘‘criminally foolhardy’’ (εγκληματικά απερίσκεπτος). Ο Ντίν Άτσεσον στη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου στην Ουάσιγκτον αναφέρει στους Λίντον Τζόνσον, Μακ Ναμάρα και Τζορτζ Μπολ σχετικά με τα πεπραγμένα της Γενεύης ότι καμία διαδικασία διευθέτησης δεν ήταν δυνατήν λόγο της ακαμψίας που επέδειξε ο Μακάριος. Ο Σακάρι Τουομιόγια στους εκπροσώπους της ελληνικής αποστολής είπε ότι ‘‘Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εματαιώσε την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα’’.
Υπήρχαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες θεωρήσεις αναφορικά με το πλαίσιο στο οποίο η Κύπρος θα αντιμετώπιζε τον τουρκικό κίνδυνο, αλλά και την υπόστασή της στο διεθνές σύστημα. Η πρώτη προέκρινε την λύση της ένωσης. Η Κύπρος θα γινόταν μέλος της Δυτικής Συμμαχίας και ως αναπόσπαστο κομμάτι της Ελλάδας θα προστατεύοταν αποτελεσματικά από τις τουρκικές ίντριγκες. Οι διαφορές θα διευθεντούταν στο νατοϊκό πλαίσιο κατά τρόπο επωφελές για την ενιαιά κρατική οντότητα που καταλάμβανε δεσπόζουσα στρατηγική θέση στην περιοχή. Η άλλη ήταν αυτή της ανεξαρτησίας, η οποία πρέσβευε ότι είναι προτιμότερη η ύπαρξη δύο ελληνικών κρατών αντί ενός. Η απειλή της Τουρκίας μπορούσε να εξισορροπηθεί με την υποστήριξη την χωρών που ανήκουν στο Κίνημα των Αδέσμευτων και εκείνων του κομμουνιστικού συνασπισμού. Η διευθέτηση των εντάσεων θα γινόταν πάντα μέσω του Ο.Η.Ε.
Οι λόγοι που ο Μακάριος δεν επιθυμούσε την ένωση, είχαν να κάνουν με προσωπικά κίνητρα παρά με οτιδήποτε άλλο. Έχοντας ταυτόχρονα θρησκευτική και κοσμική εξουσία, γνώριζε πολύ καλά ότι αν Κύπρος έπαυε να ήταν ανεξάρτητη κρατική οντότητα, στην καλύτερη περίπτωση θα υποβιβαζόταν από ‘‘Εθνάρχης’’ σε ‘‘Νομάρχης’’. Στο βιβλίο του ο πρώην διευθυντής της ΕΡΤ, Δημήτρης Πουρνάρας γράφει ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου θυμωμένος του είπε ‘‘Όταν ο Μακάριος κατάλαβε ότι με το Σχέδιο Άτσεσον θα χάσει την εξουσία και τα μεγαλεία, να τριγυρνάει σε διεθνή φόρα και να επισύρει τη διεθνή προσοχή, και θα πρέπει να περιορισθεί στα θρησκευτικά καθήκοντα του, δηλαδή βαφτίσια, γάμους και λοιπά φρίαξε και μας την έφερε’’. Με τις φιλοδοξίες του έβαλε το προσωπικό συμφέρον πάνω από το εθνικό.
Αλλά και η ελληνική κυβέρνηση κράτησε επαμφοτερίζουσα στάση με τον τότε Πρωθυπουργό να δείχνει άτολμος στη λήψη αποφάσεων και εγκλωβισμένος από την παρελκυστική πολιτική του Μακαρίου. Συνολικά απέρριψε τα Σχέδια Άτσεσον τρείς φορές, ενώ το απεδέχθη δύο, συγκεντρώνοντας τα επικριτικά σχόλια των Η.Π.Α για τις παλινωδίες του. Από το ‘‘μας προσφέρουν μία πολυκατοικία έναντι αντιπαροχής ενός διαμερίσματος’’ στο ‘‘Η Ελλάς ουδέν ζητεί, διατί να δώσει; Η Τουρκία ουδέν δίδει, διατί να πάρει;’’ είναι χαρακτηριστικό της ευμετάβλητης στάσης του (Αριστοτέλης Παυλίδης, Φάκελος Κύπρου. Άκρως Απόρρητον). Είναι αξιοσημείωτη η αντίδραση του Ντιν Άτσεσον όταν αποχαιρέτησε τον Γεώργιο Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον ‘‘Κύριε Πρόεδρε αντιλαμβάνομαι ότι έχετε δικαίωμα να μην πείτε ευχαριστώ σε κάποιον που σας δίνει το 90% των όσων ζητούσατε. Αλλά δεν έχετε το δικαίωμα να του χτυπάτε την πόρτα στα μούτρα’’ (Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967).
Προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας πρέπει να σημειωθεί ότι η Τουρκία απέρριψε το τελικό Σχέδιο Άτσεσον, γιατί δεν εξασφάλιζε μόνιμη τουρκική κυριαρχία στο νησί (επιστολή του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Φεριντούν Κεμάλ Ερκίν στον Ντίν Άτσεσον στις 28 Αυγούστου 1964). Το πως θα εξελίσσονταν τα σενάρια δράσης κανείς δεν μπορεί να ξέρει, αλλά δεδομένο της δυναμικής που είχε διαμορφωθεί εκείνη τη χρονική περίοδο, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να μην είχε προχωρήσει το ενωτικό εγχείρημα με αρραγές μέτωπο Ελλάδας-Κύπρου. Οι Η.Π.Α δεν θα άφηναν κανένα περιθώριο στην Τουρκία να ματαιώσει από μόνη της μία λύση που εξυπηρετούσε απόλυτα τα αμερικανατοϊκά συμφέροντα.
Αυτό το οποίο προκύπτει από τα έγγραφα τα οποία έχουν πρόσφατα αποδεσμευτεί και έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας, είναι ότι τόσο η ελληνική όσο και η αμερικάνικη κυβέρνηση είχαν καταλήξει στο κοινό συμπέρασμα πως η επίλυση του Κυπριακού περνούσε αναπόφευκτα μέσα από την ανατροπή του Μακαρίου. Σε αυτό συνέκλιναν αμέσως μετά την άρνηση του τελευταίου να δεχθεί το Σχέδιο Άτσεσον στην τελική του μορφή.
Συγκεκριμένα ο Γεώργιος Παπανδρέου γνωστοποίησε στον Ντιν Άτσεσον στην Γενεύη στις 23 Αυγούστου, μέσω των τηλεφωνικών εντολών που έδωσε στους διαπραγματευτές μας Γιάννη Σωσσίδη και Δημήτρη Νικολαρεΐζη, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ανατρέψει τον Μακάριο μέσα σε μία βδομάδα, να κηρύξει ‘‘άμεση ένωση’’ και να διαπραγματευτεί με τους Τούρκους στη βάση του Σχεδίου Άτσεσον. Η μυστική αποστολή ελληνικού στρατού από την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, για να καταστήσει την Κύπρο αμυντικά αυτοδύναμη σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, είχε φτάσει τους 8.000 άνδρες μέχρι τον Αύγουστο του 1964. Αναμφισβήτητα δύναμη ικανή και για την ανατροπή του Μακαρίου, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την εδαφική ακαιρεότητα της Κύπρου αν αντιδρούσε η τουρκική πλευρά. Ο Ντιν Άτσεσον απάντησε ότι η Ουάσιγκτον συμφωνεί με το προτεινόμενο πραξικόπημα με την προϋπόθεση ότι η Άγκυρα πρέπει να ενημερωθεί από πρίν και όχι μετά. Αλλιώς θα εισβάλει στην Κύπρο, μην μπορώντας να την σταματήσει. Ο Γεώργιος Παπανδρέου τελικά δεν προχώρησε στη λήψη μίας τέτοιας απόφασης (Μάριος Ευρυβιάδης, 1964-1974: Δέκα χρόνια προδοσίας).
Το ενδεχόμενο ανατροπής του Μακαρίου συζητήθηκε εκτενέστατα στη σύσκεψη στην Ουάσιγκτον μερικές μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 8 Σεπτεμβρίου 1964. Οι Ντίν Άτσεσον και Τζορτζ Μπολ συμφώνησαν στην απομάκρυνση του Μακαρίου όπου θα γινόταν αφού η Τουρκία θα καταλάμβανε τη χερσόνησο της Καρπασίας και η Ελλάδα την υπόλοιπη Κύπρο σύμφωνα με το Σχέδιο Άτσεσον. Ο Λίντον Τζόνσον εξέφρασε τις επιφυλάξεις τους για το κατά πόσο το όλο εγχείρημα θα ήταν ελεγχόμενο, διστάζοντας να δώσει το πράσινο φως (Johnson Library, Ball Papers, Telephone Conversations, Cyprus). Από το πλήθος των πηγών (αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, αρχεία, προσωπικές μαρτυρίες, ακαδημαϊκές και δημοσιογραφικές έρευνες) που είναι διαθέσιμα προκύπτει ότι το Σχέδιο Άτσεσον ήταν άκρως εθνικά επωφελές για την Ελλάδα, ρεαλιστικό στους αντικειμενικούς του σκοπούς και εφαρμόσιμο στην υλοποίηση του. Η εξέλιξη του Κυπριακού απέδειξε ότι η μη πραγμάτωσή του θα ματαιώσει την τελευταία ευκαιρία για την ένωση, με τις γνωστές τραγικές συνέπειες που ακολούθησαν.
‘‘Ακούστε με κύριε Παπανδρέου, μόλις τις προάλλες σταμάτησα μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο, είναι καλύτερα να συνομιλείς πρίν παρά ύστερα από μία εισβολή’’ ήταν τα τελευταία λόγια του Λίντον Τζόνσον όταν αποχαιρέτησε τον Γεώργιο Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον στα τέλη Ιουνίου του 1964.
Δέκα καλοκαίρια αργότερα η Τουρκία θα καταλάβει το Βόρειο τμήμα της Κύπρου με δύο εισβολές.
Η πρώτη (Αττίλας Ι) μεταξύ 20-22 Ιουλίου 1974 όπου απωλέσθη το 3% της εδαφικής επικράτειας και η δεύτερη (Αττίλας ΙΙ) την περίοδο 14-16 Αυγούστου όπου χάθηκε περίπου το υπόλοιπο 35%, με την προσάρτηση να αρχίζει σταδιακά μετά την κατάπαυση του πυρός και την ανακωχή στις 23 Ιουλίου που ο τουρκικός στρατός ποτέ δεν εφάρμοσε.
Η προδοσία είχε αφετηρία την στρατιωτική κυβέρνηση του Δήμητρη Ιωαννίδη, για να να συνεχιστεί από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας των 70 ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αφήνοντας την Μεγαλόνησο ανυπεράσπιστη στις πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δικαίως θα χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο ‘‘νεκροθάφτης’’ της Κύπρου, αφού η προδοσία θεμελιώθηκε με τις επαίσχυντες συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου που ο ίδιος υπέγραψε και ολοκληρώθηκε 15 χρόνια αργότερα επί διακυβέρνησης του μην στέλνοντας απολύτως καμία βοήθεια από τη μητέρα Ελλάδα. Από ‘‘την πιό ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου’’ στο ‘‘η Κύπρος κείται μακράν’’.
Να σημειωθεί ότι η δικαστική έρευνα και δίωξη των υπευθύνων απόκλειστηκε με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (αριθ. 45/7-3-75) της μεταπολίτευσης. Το δε πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής της Ελληνικής Βουλής για το Φάκελο της Κύπρου, που αποτελείτο από πρακτικά 20.798 σελίδων και επικυρώθηκε από την ΙΣΤ΄ ολομέλεια της στις 31 Οκτωβρίου 1998, παραμένει ερμητικά κλειστός, ως άκρως απόρρητο εθνικής υψίστης σημασίας μυστικό. ‘‘Αθηναίοι ες Κύπρον εστρατεύοντο ναύσι διακοσίας αυτών τε και των ξυμμάχων Κίμωνος στρατηγούντος και εξήκοντα μεν νήες ες Αίγυπτον απ' αυτών έπλευσαν ... αι δε άλλοι Κίτιον και πλεύσαντες υπέρ χώρησαν από Κίτιον και πλαύσαντες υπέρ Σαλαμίνος της εν Κύπρω, Φοίνικι και Κίλιξιν εναυμάχησαν και επεζομάζησαν άμα και νικήσαντες αμφότερα επ' οίκου...’’ (Θουκιδίδης).
2.500 χρόνια πρίν ο Στρατηγός Κίμων, γίος του ένδοξου νικητή του Μαραθώνα Μιλτιάδη, θα πείσει τους συμπολίτες του για τη στρατηγική σημασία του νησιού της Αφροδίτης και την ανάγκη να βρίσκεται στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής Το 450 π.Χ. (σε ηλικία 56 ετών) έπλευσε στην ελληνικότατη Κύπρο επικεφαλής 200 τριήρεων για να εκδιώξει τους Πέρσες και να αποκαταστήσει την αθηναϊκή κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Καταναυμάχησε τον ενωμένο στόλο των Κιλίκων και των Φοινίκων στις ακτές τις Πάφου, κατέλαβε το Μάριο και ελευθέρωσε τους Σόλους. Το 449 π.Χ. κατά την πολιορκία του Κιτίου ο Κίμων ασθένησε και πέθανε πριν καταλάβει την πόλη. Για να μην υπάρξει σύγχυση στις τάξεις του στρατού και του στόλου οι στρατηγοί απέκρυψαν για μέρες το θάνατο του, διέταξαν δε λύση της πολιορκίας με την δικαιολογία ότι θα χτυπούσαν το φοινικικό στόλο κοντά στην Σαλαμίνα της Κύπρου κι αφού τον καταναυμάχησαν αποβιβάστηκαν στην ξηρά και κατατρόπωσαν και τις χερσαίες περσικές δυνάμεις. Η διπλή νίκη αποδόθηκε στον Κίμωνα, για τον οποίο επικράτησε η υστεροφημία ότι ‘‘και νεκρός ενίκα’’.
Ο Κίμωνας ολοκλήρωσε την εκδίωξη των Περσών που είχε ξεκινήσει μαζί με τους Παυσανία και Αριστείδη το 478 π.Χ, όπου έλαβε χώρα η πρώτη εκστρατεία. Είχαν καταφέρει να απελευθερώσουν πολλές πόλεις με την βοήθεια των κατοίκων τους. Μόλις όμως οι δυνάμεις των Αθηναίων και Σπαρτιατών αποχώρησαν από το νησί, οι Πέρσες ανακατέλαβαν την εξουσία. Χιλιάδες χρόνια αργότερα οι απόγονοί του θα θεωρήσου ότι η Κύπρος δεν ήταν κοντά παρόλο που τα πλοία έχουν απείρως μεγαλύτερες δυνατότητες και επιδόσεις στα μέσα εν σχέσει με τις τριήρεις του 5ου αιώνα.
Έχουν περάσει 52 χρόνια από το Σχέδιο Άτσεσον και 42 χρόνια από την εισβολή και κατοχή στην Κύπρο. Ίσως ο ιστορικός του μέλλοντος να κρίνει ότι το θέρος του 1964 ήταν τελικά πιο καθοριστικό από αυτό του 1974 για την πορεία του Κυπριακού. Αναμφισβήτητα θέρος μοιραίο, αφού τότε χάθηκε η ευκαιρία της ένωσης και η Τουρκία φανέρωσε με ξεκάθαρο τρόπο το στόχο της για τη διχοτόμηση του νησιού. Με τα σημερινά δεδομένα, τόσο στο εσωτερικό των δύο ελληνικών κρατών, όσο και στην σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής, η de facto αποδοχή της διχοτόμησης ή η δικοινοτική/διζωνική ομοσπονδία αποτελούν τις μόνες πιθανές λύσεις. Με το εθνικό κέντρο να είναι όχι μόνο απών στην ανάσχεση της τουρκικής επεκτατικότητας, αλλά και σε διαδικασία πλήρης φινλανδοποίησης, κινούμενο σε τροχιά ‘‘κράτους-δορυφόρο’’ γύρω από την Τουρκία.
Για τους Έλληνες όμως εθνικιστές το προαιώνιο εθνικό όραμα θα συνεχίζει να φωτίζει τους αγώνες μας για την εκπλήρωση του, μεταλαμπαδεύοντας το από γενιά σε γενιά: ΕΛΛΑΣ-ΚΥΠΡΟΣ-ΕΝΩΣΙΣ!
Πάγια θέση της Χρυσής Αυγής είναι η ενοποίηση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών Ελλάδας και Κύπρου που σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου ισοδυναμεί με την de facto ένωση των δύο χωρών.
Πέτρος Τασιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου