Ο Μιχάλης Αγγελής μιλάει για πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια για την τρίμηνη φυλάκιση του από τους Τούρκους, κατά την εισβολή τους στη Κύπρο. Αναφέρεται σε όλες του τις φρικτές εμπειρίες εκεί.
«Μόνο από τις δαγκιές τους καταλάβαινα ότι είχα ακόμα χέρια και πόδια, δεν τα ένιωθα. Από το πολύ ξύλο ούτε το κεφάλι μου δεν μπορούσα να στρίψω για να τα δω. Ούτε τους αρουραίους έβλεπα. Πηχτό το σκοτάδι» λέει σήμερα και η ψυχή του ακόμα πονάει.
Θυμάται ακόμα την ώρα… «Ήταν γύρω στις πέντε και τέταρτο όταν μας περικυκλώσανε. Ήμασταν τυχεροί γιατί μας έπιασαν αλεξιπτωτιστές, δεν μας έπιασαν οι γιουρούκηδες, οι πεζικάριοι. Αυτοί ήταν όλοι αφιονισμένοι, οι αλεξιπτωτιστές ήταν πιο καλλιεργημένοι. Αφού όταν μας έπιασαν και οι δικοί τους μας πυροβολούσαν, οι αλεξιπτωτιστές έκαναν το σώμα τους ασπίδα για να μας προστατέψουν. Μετά μας παρέδωσαν στους πεζικαραίους. Με το που έφτασαν αυτοί, άρχισαν να μας σκίζουν τα πουκάμισα, μας κάλυψαν τα μάτια και μας έστησαν πάνω σε ένα φράκτη. Κόλλησαν τις κάννες από τα όπλα τους στο στομάχι μας.
Εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου σταμάτησε, άδειασε από σκέψεις. Το μόνο που ένιωσα ήταν ένα ρίγος να με τρυπά. Ξεκίνησε από την κορυφή του κεφαλιού μου, πέρασε από το μυαλό μου, κατέβηκε στη σπονδυλική μου στήλη και μου παρέλυσε όλο το σώμα. Ένα ηλεκτρικό σοκ μεγάλης έντασης. Σαν να έπαθα ηλεκτροπληξία. Ποτέ δεν το είχα νιώσει αυτό το πράμα στη ζωή μου. Ποτέ δεν το ξανάνιωσα. Ήμουν σίγουρος ότι θα πεθάνω. Ότι θα πήγαινα να συναντήσω τον πατέρα».
«Οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο στις 5 το πρωί του Σαββάτου. Ακούγαμε τους πυροβολισμούς αλλά το ραδιόφωνο δεν έλεγε τίποτα. Μόνο μουσική και προσευχές έως τις οκτώ το πρωί».
Είχε ακούσει ότι έγινε επιστράτευση. Είχε απολυθεί από το στρατό τέσσερα χρόνια πριν και έτρεξε στη μονάδα του.
«Ήταν γύρω στις οκτώμισι το πρωί και τα αεροπλάνα σφυροκοπούσαν τη Λευκωσία. Βομβάρδιζαν, πυροβολούσαν, δεν σε αφήνανε να πας εκεί που ήθελες. Όταν έφτασα στη μονάδα μου, όλα τα αυτοκίνητα ήταν καμένα. Η μονάδα μέσα στο στρατόπεδο, βομβαρδισμένη, οι θάλαμοι το ίδιο. Δύο παιδιά τρέχανε. Ο ένας βαστούσε το κομμένο του χέρι και ο άλλος κούτσαινε. Η βόμβα που έπεσε του είχε κόψει χέρι και πόδι. Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν όλα μέσα στα καμένα αυτοκίνητα απανθρακωμένα. Αυτοκίνητα στρατιώτες, ρουχισμός, πυροβόλα, όλα καμένα. Η μονάδα μου ήταν η πρώτη μονάδα που βομβαρδίστηκε από τους Τούρκους».
Η εικόνα της καταστροφής και του θανάτου τον οδήγησε στην επόμενη μονάδα, την 187.
«Με το που έφτασε ένας υπαξιωματικός, καταλάβαμε ότι είχαμε γλιτώσει από το βόλι των πεζικαραίων. Μας πέρασαν στην τουρκική περιοχή. Πρώτα μας πήγαν στο νοσοκομείο, μας δώσανε νερό και το βράδυ μας πήγαν σε ένα γιαπί. Ο ένας πάνω στον άλλο. Γέροι, παιδιά, γυναίκες. Εμείς είμαστε οι μόνοι στρατιώτες αλλά δεν φορούσαμε στολή. Σ' αυτό νομίζω ότι χρωστάω τη ζωή μου. Αν φορούσαμε ρούχα στρατιωτικά θα μας είχαν σκοτώσει επί τόπου. Το πρωί ήρθαν λεωφορεία και μας πήγαν στις φυλακές κάπου στο σαράι, την παλιά Λευκωσία. Ήταν ημέρα Τρίτη. Εκείνη τη μέρα κοιμηθήκαμε στις φυλακές. Την Τετάρτη το πρωί μας πήγαν να πλυθούμε».
«Ήμουν 24 χρονών παιδί με μαύρα μαλλιά. Έτσι με ήξερα. Μέσα σε μία νύχτα όμως είχα ασπρίσει. Μόλις είδα το κεφάλι μου, εκείνο το πρωί που μας πήγαν να πλυθούμε, τρελάθηκα. Την Τρίτη κοιμήθηκα με μαύρα μαλλιά και την Τετάρτη το πρωί ξύπνησα με άσπρα».
Για τις επόμενες 10 μέρες ο Μιχάλης παρέμεινε σε εκείνες τις φυλακές. Δεν λέει πολλά για το πώς πέρασαν εκείνες οι μέρες και κανένας δεν μπορεί να του ζητήσει να πει περισσότερα. Θυμάται όμως τον ψυχολογικό πόλεμο, λίγο πριν μεταφερθεί μαζί με τους υπόλοιπους συγκρατούμενους του στην Κυρήνεια.
«Κάθε βράδυ ερχόντουσαν, μας δένανε τα μάτια, τα χέρια και τα πόδια, μας φόρτωναν σε ένα λεωφορείο και μας πήγαιναν σε ένα βουνό. Εκεί που μας κατέβαζαν ακούγαμε να δουλεύουν μπουλντόζες. Μας άφηναν για κάμποση ώρα και κάθε τρεις και λίγο εκτός από τις μπουλντόζες ακούγαμε μία φωνή να λέει «Παναγία μου». Η φωνή χάνονταν αμέσως μετά και τότε μία άλλη φωνή έλεγε ακριβώς το ίδιο και χανόταν», είπε και συνέχισε έντρομος «Λέγαμε μεταξύ μας ότι η μπουλντόζα τους θάβει ζωντανούς. Έτσι θα μας θάψουν και εμάς».
Τους είχαν πει ότι θα τους αφήσουν ελεύθερους. Την ελπίδα που τόλμησε να γεννηθεί, σκότωσε το πλαστικό καλώδιο με το οποίο οι στρατιώτες έσφιξαν με μανία στους καρπούς και τους αστραγάλους του λίγο πριν τον φορτώσουν, μαζί με τους υπόλοιπους κρατούμενους πάλι στο λεωφορείο.
Με τα μάτια κλειστά έφτασαν στην Κυρήνεια. Δεμένους χειροπόδαρα, με το αίμα να τρέχει από τις πληγές που το πλαστικό καλώδιο χάραζε στο δέρμα, τους κάθισαν στις φλεγόμενες πλατφόρμες. Τα κορμιά τους «τηγανίστηκαν».
«Ο απ' αυτός μας τσιτσίριζε πάνω στη λαμαρίνα. Ακουγόταν όπως ακούγεται ένα αυγό που τηγανίζεις σε καυτό λάδι. Για δέκα μέρες μετά δεν μπορούσα να κάτσω από την πληγή. Καήκαμε όλοι».
Σηκώνει το χέρι του και το απλώνει προς το μέρος μου. «Βλέπεις τις χαρακιές από το καλώδιο. Δεν έφυγαν ποτέ». Και οι χαρακιές είναι εκεί. Σαράντα δύο χρόνια μετά, οι μνήμες του βασανιστηρίου παραμένουν χαραγμένες σε μυαλό και σώμα.
Στις φυλακές της Αμάσειας εφτά πόρτες ξεκλείδωσαν για να μας βάλουν στο κελί, οι δρόμοι των αιχμαλώτων μοιράστηκαν. Άλλοι έμειναν στα Άδανα, κάποιοι άλλοι μεταφέρθηκαν αλλού, ο Μιχάλης κατέληξε στην άλλη άκρη της Τουρκίας, στην Αμάσεια. Εκείνες οι φυλακές στα βάθη της Τουρκίας ήταν φυλακές για κακούργους. Έφτασαν εκεί με τρένο.
«Δεν ξέραμε πού πηγαίναμε. Δύο μέρες και δύο βράδια μέσα στο τρένο. Όταν φτάσαμε μας περίμεναν οι κάτοικοι με τσεκούρια, δρεπάνια, τσουγκράνες, έτοιμοι να μας επιτεθούν. Άρχισαν να μας πετάνε πέτρες και ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους. Είχαμε φτάσει στη Μαύρη Θάλασσα. Ένας στρατιώτης μου είπε πού βρισκόμασταν. Εφτά πόρτες ξεκλείδωναν για να μας βάλουν στο κελί. Οι τοίχοι έφταναν στο Θεό. Ούτε πουλί πετούμενο δεν μπορούσες να δεις σε εκείνες τις φυλακές».
«Δεν είχα ελπίδα ότι θα ζούσα» λέει μόνο.