Στις 19 Ιουλίου 1974, τέσσερις μόλις μέρες μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδιδαν την είδηση ότι η Τουρκία είχε αρχίσει τις προεργασίες για εισβολή στην Κύπρο.
Οι πρωινές τουρκικές εφημερίδες, προτρέχοντας των γεγονότων, έγραφαν ότι ο αποβατικός στόλος βρισκόταν ήδη στα ανοιχτά της Κύπρου. Ηταν ένα τέχνασμα του Γενικού Επιτελείου, για να δεσμευτεί η τουρκική κυβέρνηση στην κοινή γνώμη και να μην μπορεί να υπαναχωρήσει, όσες πιέσεις κι αν δεχόταν.
Στην πραγματικότητα, ο στόλος αναχώρησε στις 10.30 το πρωί. Το ταξίδι προς τις βόρειες ακτές της Κύπρου θα διαρκούσε 20 ώρες. Το πρώτο αποβατικό πλοιάριο αναμενόταν να φτάσει γύρω στις 5.30 το πρωί της 20ής Ιουλίου. Το Γενικό Επιτελείο επέτρεψε την κινηματογράφηση του απόπλου του στόλου. Σκηνές μεταδόθηκαν από το BBC στο απογευματινό τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων των 5.30.
Οι πληροφορίες για επικείμενη εισβολή στην Κύπρο έφτασαν στο νησί μέσω των εκπομπών ξένων ραδιοσταθμών και διαδόθηκαν σε όλο το νησί από στόμα σε στόμα. Γύρω στο μεσημέρι διαδόθηκε ο ψίθυρος ότι στην Αμμόχωστο βρίσκονταν σε εξέλιξη συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Στη Λευκωσία άρχισαν να κλείνουν τα καταστήματα και ο κόσμος αποσυρόταν στα σπίτια του. Το καθεστώς Σαμψών, προσπαθώντας να περιορίσει τον πανικό, διαβεβαίωνε την κοινή γνώμη ότι δεν έτρεχε τίποτα. Αργά το απόγευμα, το ΡΙΚ μετέδωσε ανακοίνωση του γενικού εισαγγελέα Κρίτωνα Τορναρίτη. Είχε δηλώσει πίστη στο πραξικοπηματικό καθεστώς και διατήρησε τη θέση του - σύμφωνα με την οποία η διασπορά ψευδών ειδήσεων ήταν ποινικό αδίκημα.
Η Τουρκία διέθετε 106 αποβατικά σκάφη, αλλά στο πρώτο αποβατικό κύμα συμμετείχαν μόνο 11, συνοδευόμενα από αντιτορπιλικά, αρματαγωγά και άλλα πλοία συνοδείας. Τα υπόλοιπα είτε διατηρήθηκαν ως εφεδρεία στη Μερσίνα, για να μεταφέρουν νέες δυνάμεις στην Κύπρο, είτε προωθήθηκαν προς το Αιγαίο για να χρησιμοποιηθούν για απόβαση σε ελληνικά νησιά, στην περίπτωση που η Ελλάδα θα έμπαινε στον πόλεμο.
Μέχρι την έναρξη της εισβολής, η Τουρκία είχε μετακινήσει στα σύνορά της με την Ελλάδα το 70% των δυνάμεών της.
Η Τουρκία διέθετε το 1974 το μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Είχε υπό τα όπλα 453.000 άντρες, από τους οποίους οι 365.000 υπηρετούσαν στο στρατό ξηράς, οι 40.000 στο ναυτικό και οι 48.000 στην αεροπορία.
Το οπλοστάσιό της ήταν αμερικανικής προέλευσης και, για την εποχή του, σύγχρονο. Διέθετε 1.500 μεσαία άρματα μάχης Μ-47 και Μ-48, τεθωρακισμένα Μ-8, 1.000 τεθωρακισμένα φορτηγά Μ-59, 200 αυτοκινούμενα πυροβόλα, αντιαρματικούς πυραύλους κ.ά. Το ναυτικό διέθετε 19 αντιτορπιλικά, 17 υποβρύχια και κανονιοφόρους, 11 τορπιλακάτους, 4 αρματαγωγά, 106 αποβατικά, 67 βοηθητικά και διάφορα άλλα σκάφη. Η αεροπορία είχε στη δύναμή της 292 αεροσκάφη, μεταξύ των οποίων Φάντομ F-4E, F-104G, F-100D, F-84F κ.ά.
Στην επιχείρηση κατά της Κύπρου συμμετείχαν 40.000 στρατιώτες. Χρησιμοποιήθηκε η 39η Μεραρχία, η οποία είχε συγκροτηθεί μετά το 1964, αποκλειστικά και μόνο για να χρησιμοποιηθεί στην εισβολή κατά της Κύπρου. Η 39η Μεραρχία ενισχύθηκε από ένα σύνταγμα πεζοναυτών, μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών και μια ταξιαρχία καταδρομέων. Η αποβατική δύναμη υποστηριζόταν από το ναυτικό και την αεροπορία. Γενικός συντονιστής της επιχείρησης ήταν το Γραφείο Ειδικού Πολέμου, με επικεφαλής τον στρατηγό Γιαμάκ Κεμάλ.
Η κυπριακή Εθνοφρουρά, από την άλλη, ήταν εξοπλισμένη με πεπαλαιωμένο υλικό, κυρίως ρωσικής προέλευσης, κατάλοιπο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Διέθετε 35 απηρχαιωμένα άρματα μάχης Τ34, 45 τεθωρακισμένα μεταφοράς προσωπικού BTR, 20 πυροβόλα των 100 χιλιοστών και 60 πυροβόλα μικρότερων διαμετρημάτων. Διέθετε επίσης 45 βρετανικά τεθωρακισμένα οχήματα αναγνώρισης Μάρμον Χάριγκτον, 280 ΠΑΟ όλων των διαμετρημάτων, 20 αντιαεροπορικά πυροβόλα Μπόφορς και άλλα ελαφρότερα όπλα. Οι οπλίτες ήταν εφοδιασμένοι με τυφέκια Λι Ενφιλτ Νο 4, κοινώς μαρτίνια, κατάλοιπα κι αυτά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η μετακίνηση του ανθρώπινου δυναμικού, η ρυμούλκηση των πυροβόλων και η μεταφορά των εφοδίων στηριζόταν σε προπολεμικά οχήματα, τα οποία είχαν αποσυρθεί από το βρετανικό στρατό ως ακατάλληλα, τη δεκαετία του 1940. Η Κύπρος δεν διέθετε αεροπορία, ενώ το ναυτικό ήταν εξοπλισμένο με πέντε ρωσικές τορπιλακάτους. Τα μέσα αυτά ήταν υπέρ του δέοντος ικανοποιητικά για την επιτυχή διεξαγωγή ενός πραξικοπήματος, αλλά ελάχιστα για να αντιπαραταχθούν με έναν πολυπρόσωπο και άρτια οργανωμένο στρατό του ΝΑΤΟ, εξοπλισμένο με όλα τα μέσα για τη διεξαγωγή ενός σύγχρονου πολέμου. Εκτός από το αρνητικό για την Κύπρο ισοζύγιο δυνάμεων, η πραξικοπηματική ηγεσία της Εθνικής Φρουράς αποψίλωσε την άμυνα της Κύπρου και αποδιοργάνωσε όλες τις συγκροτημένες μονάδες της Εθνικής Φρουράς που διέθεταν βαριά όπλα.
Το τουρκικό σχέδιο
Σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο που είχε καταρτίσει το τουρκικό γενικό επιτελείο, η επιδρομή κατά της Κύπρου θα άρχιζε με μαζικούς βομβαρδισμούς εναντίον στρατιωτικών εγκαταστάσεων της Εθνοφρουράς, με στόχο την πλήρη αποδιοργάνωση της άμυνας του νησιού.
Θα ακολουθούσε η αποβίβαση δυνάμεων από τη θάλασσα στην ακτή δυτικά της Κερύνειας. Ταυτόχρονα, μεταγωγικά αεροπλάνα θα έριχναν μεγάλη δύναμη αλεξιπτωτιστών στον τουρκικό θύλακο βόρεια της Λευκωσίας, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων και της ΤΟΥΡΔΥΚ και να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε ενέργεια της Εθνικής Φρουράς.
Η ενίσχυση του θυλάκου θα γινόταν και με δυνάμεις καταδρομών, που θα μεταφέρονταν στην περιοχή Αγύρτας, στη νότια πλαγιά του Πενταδάκτυλου, με αποστολή να κινηθούν προς τη βόρεια ακτή και να συνενωθούν με το προγεφύρωμα της Κερύνειας.
Στόχος των Τούρκων ήταν, μέσα στο πρώτο εικοσιτετράωρο, να δημιουργήσουν προγεφύρωμα στην ακτή της Κερύνειας, να καταλάβουν την πόλη, να συνενώσουν το λιμάνι με τον κύριο τουρκοκυπριακό θύλακο βόρεια της Λευκωσίας και να καταλάβουν το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας.
Στις 21.15 της 19ης Ιουλίου, το ραντάρ του Σταθμού Εγκαιρης Προειδοποίησης (ΣΕΠ) της Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου στο ακρωτήριο του Αποστόλου Ανδρέα εντόπισε έξι πλοία σε σχηματισμό να κατευθύνονται προς τον κόλπο της Αμμοχώστου. Τα τέσσερα από αυτά ήταν εμπορικά, αφού η νηοπομπή χρησιμοποιήθηκε παραπλανητικά από τους Τούρκους, για να παρασύρουν την Εθνική Φρουρά να μετακινήσει τις δυνάμεις της προς την Αμμόχωστο, για να είναι πιο εύκολη η απόβασή τους στην Κερύνεια. Περίπου μισή ώρα αργότερα εντοπίστηκαν από τα ραντάρ ακόμη έντεκα πλοία, τα οποία κατευθύνονταν προς το ακρωτήριο Κορμακίτη, βορειοδυτικά της Κύπρου. Αυτός ήταν ο πραγματικός αποβατικός στόλος.
Η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς βρισκόταν στο ΓΕΕΦ και παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Οπως ανέφερε σε μεταγενέστερη κατάθεσή του ο διοικητής Ναυτικού, αντιπλοίαρχος Γεώργιος Παπαγιάννης, είχε πάει στο γραφείο του ταξίαρχου Γεωργίτση, ο οποίος εκτελούσε χρέη αρχηγού της Εθνικής Φρουράς.
Ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, Γεώργιος Ντενίσης, διαφωνούσε με το πραξικόπημα και σκόπιμα κλήθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου. Την επομένη του πραξικοπήματος διατάχθηκε να επιστρέψει στο νησί, αλλά αρνήθηκε να συμμορφωθεί και υπέβαλε την παραίτησή του. Τότε, η χούντα διόρισε ως αντικαταστάτη του τον αρχηγό του πραξικοπήματος, Μιχαήλ Γεωργίτση - και τον ενημέρωσε για τις κινήσεις του τουρκικού στόλου. «Ο Α/ΓΕΕΦ αμέσως, παρουσία μου, ετηλεφώνησεν εις ΑΕΔ διά του απ' ευθείας τηλεφώνου, το οποίον είχομεν εγκαταστήσει προ τετραημέρου. Εν συνεχεία μου είπεν να εξακολουθήσω την παρακολούθησιν τούτων και ότι εκ του ΑΕΔ του είπον ότι πρόκειται προφανώς περί ασκήσεως».
Γύρω στις δύο το πρωί της 20ής Ιουλίου τα έξι πλοία που έπλεαν προς τον κόλπο Αμμοχώστου έκαναν στροφή και πήραν πορεία προς την Τουρκία.
Η πληροφορία διαβιβάστηκε και πάλι από τον Γεωργίτση στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, για να πάρει την απάντηση πως «αυτό ήτο επιβεβαιωτική ένδειξις ότι επρόκειτο περί ασκήσεως». Στις τέσσερις τα χαράματα, τα άλλα έντεκα τουρκικά πλοία είχαν φθάσει σε απόσταση 15 μιλίων από την Κερύνεια.«Από της ώρας ταύτης, συνεχώς εδίδοντο αναφοραί εις ΑΕΔ, άνευ όμως ουδεμίας αντιδράσεως ή εντολής, υπό τούτων προς ημάς», αναφέρει ο Παπαγιάννης. Στις 4.30 η νηοπομπή σταμάτησε σε απόσταση 10 μιλίων από την Κερύνεια, εκτός των χωρικών υδάτων της Κύπρου. «Τούτο αναφέρεται εις ΑΕΔ. Αντίδρασις ουδεμία».
Ακόμη και εκείνη τη στιγμή το ΓΕΕΦ δεν διέταξε τις μονάδες της Εθνικής Φρουράς να εφαρμόσουν το σχέδιο συναγερμού, να εκκενώσουν τα στρατόπεδα και να μετακινηθούν στους χώρους διασποράς τους. Ετσι, η έναρξη της εισβολής, με ελάχιστες εξαιρέσεις, βρήκε τις μονάδες στα στρατόπεδά τους και τους στρατιώτες να κοιμούνται στους κοιτώνες τους. Μια από τις εξαιρέσεις ήταν η ΕΛΔΥΚ, που είχε ενημερωθεί έγκαιρα για την επικείμενη εισβολή.
Ο αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Κούρτης του κλιμακίου Κύπρου της ελληνικής ΚΥΠ πήγε στο στρατόπεδό της και ενημέρωσε σχετικά το διοικητή της, συνταγματάρχη Νικολαΐδη. Μια ώρα πριν από την έναρξη των τουρκικών επιχειρήσεων, ο Νικολαΐδης έθεσε την ΕΛΔΥΚ σε κατάσταση συναγερμού και διέταξε την εφαρμογή του σχεδίου διασποράς.
Στις 4.45 την αυγή άρχισε η τουρκική επίθεση με αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις βόρειες ακτές, στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου και στην περιοχή Λευκωσίας. Βομβαρδίστηκε το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, τα στρατόπεδα πυροβολικού στην Αθαλάσσα και το αεροδρόμιο.
Η τουρκική αεροπορία δεν σπατάλησε ούτε μια βόμβα για να καταστρέψει τα στρατόπεδα των αρμάτων μάχης (Τ-34) και των οχημάτων μεταφοράς προσωπικού (BTR) στην Κοκκινοτριμιθιά, επειδή γνώριζαν ότι ήταν κενά και τα άρματα βρίσκονταν στη Λευκωσία.
Ενόσω η αεροπορία συνέχιζε τους βομβαρδισμούς, τα αποβατικά σκάφη εκινούντο προς την ακτή. Στο λιμάνι της Κερύνειας ναυλοχούσαν δύο ρωσικής κατασκευής τορπιλάκατοι. Ο ναυτικός διοικητής διέταξε τον απόπλου τους «για να ελέγξουν τα πλοία, και αν βληθούν από αυτά, να επιτεθούν κατά της νηοπομπής». Οι τορπιλάκατοι βγήκαν από το λιμάνι της Κερύνειας λίγο μετά τις 5.00, για να εκτελέσουν, στην πραγματικότητα, αποστολή αυτοκτονίας.
Σε 15 λεπτά, μια ρουκέτα που εκτοξεύτηκε από αεροπλάνο έπληξε την πρώτη τορπιλάκατο η οποία τέθηκε εκτός μάχης. Ο κυβερνήτης της την έστρεψε προς τη στεριά, για να σώσει το πλήρωμά της. Σε διάστημα πέντε λεπτών βυθίστηκε. Το πλήρωμα της πήδηξε στη θάλασσα και διασώθηκε κολυμπώντας προς την ακτή. Η δεύτερη τορπιλάκατος συνέχισε την πορεία της, πλησιάζοντας τον τουρκικό αποβατικό στόλο σε απόσταση δύο μιλίων, οπόταν κτυπήθηκε με βλήμα πυροβόλου αντιτορπιλικού και βυθίστηκε. Από το δεκαμελές πλήρωμά της σώθηκε μόνο ένας, ο οποίος, αν και σοβαρά τραυματισμένος, κατάφερε να φτάσει κολυμπώντας στην ακτή.
Ηταν οι πρώτοι πεσόντες
της τουρκικής εισβολής.
Στις 6.05 άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Κιόνελι-Μάνδρες, από δώδεκα μεταγωγικά αεροσκάφη. Μια ώρα αργότερα άρχισε η μεταφορά καταδρομέων, εφοδίων και υλικών, με περισσότερα από 80 ελικόπτερα, τα οποία προσγειώνονταν στην περιοχή Αγύρτας.
Τα μεταγωγικά αεροπλάνα και τα ελικόπτερα πηγαινοέρχονταν στην Τουρκία εντελώς ανενόχλητα. Τις πρώτες κρίσιμες ώρες δεν ρίφθηκε εναντίον τους ούτε μια αντιαεροπορική βολή. Οπως κατέθεσε αργότερα ο Γεωργίτσης, το ΓΕΕΦ είχε ζητήσει από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων «αποδέσμευσιν των πυροβόλων διά να κτυπηθούν οι αλεξιπτωτισταί» και του δόθηκε η απάντηση «αυτοσυγκράτησις».
Εντελώς ανενόχλητα προσπαθούσαν να προσεγγίσουν την ακτή και τα πρώτα αποβατικά. Αρχικά πέντε μικρά σκάφη προσπάθησαν ανεπιτυχώς να προσορμιστούν στην ακτή της Γλυκιώτισσας, δύο μίλια δυτικά της Κερύνειας, η οποία όμως ήταν βραχώδης, και γι' αυτό εγκατέλειψαν την προσπάθεια, και κινούνταν παραλλήλως της ακτής αναζητώντας καταλληλότερο σημείο.
Τα αποβατικά πλοιάρια θα μπορούσαν να είχαν πληγεί μέσα στη θάλασσα ή μετά την προσάραξή τους, από τις μονάδες πυροβολικού που βρίσκονταν στην περιοχή. Δεν ρίχθηκε εναντίον τους ούτε ένα βλήμα.
Το τουρκικό αποβατικό απόσπασμα άρχισε να αποβιβάζεται στο Πέντε Μίλι στις 7.15, με καθυστέρηση μιας ώρας και 45 λεπτών από τον προγραμματισμένο χρόνο, υπό την κάλυψη βολών του ναυτικού, «ακωλύτως επί δύο και πλέον ώρες, χωρίς να αντιμετωπίζουν καμιά αντίδραση εκ μέρους της Εθνικής Φρουράς.Δεν ερρίφθη εναντίον τους ούτε ένας πυροβολισμός». Η πρώτη αποβατική δύναμη αποτελείτο από 1.500 άντρες του 6ου Συντάγματος Πεζοναυτών και μαζί τους αποβιβάστηκαν στην ακτή 15 άρματα Μ 47 και 15 οχήματα μεταφοράς προσωπικού Μ113.
Επιτελείο αμηχανίας
Η τουρκική εισβολή αιφνιδίασε την πραξικοπηματική κυβέρνηση του Σαμψών, η οποία βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη και αποδείχτηκε ανίκανη να αντεπεξέλθει. Η Κύπρος ξύπνησε από τον τρομακτικό θόρυβο της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, αλλά δεν γνώριζε τι συνέβαινε. Μιάμιση ώρα μετά την έναρξη των βομβαρδισμών, το ΡΙΚ μετέδιδε κανονικό πρόγραμμα, και συγκεκριμένα πρωινή γυμναστική, ενώ ο τουρκοκυπριακός ραδιοφωνικός σταθμός Μπαϊράκ μετέδιδε στρατιωτικά εμβατήρια από τις δύο τα χαράματα. Στις 6.30 το πρωί, το ΡΙΚ διέκοψε το πρόγραμμά του και άρχισε να μεταδίδει στρατιωτικά εμβατήρια, ενώ πολύ αργότερα άρχισε να καλεί τους πολίτες που ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν όπλα να σπεύσουν προς κατάταξη στις μονάδες της Εθνικής Φρουράς.
Στο ΓΕΕΦ, η πραξικοπηματική ηγεσία της Εθνικής Φρουράς παρακολουθούσε αμήχανη από το παράθυρο του γραφείου του Γεωργίτση τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν στο θύλακα Λευκωσίας.
Ο επιτελάρχης Γιαννακόδημος βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ), μέσω της θερμής γραμμής που είχε εγκατασταθεί για τις ανάγκες του πραξικοπήματος, και ζητούσε οδηγίες για να εκδοθεί διαταγή αντίστασης. Επειδή η διαταγή καθυστερούσε, έβγαλε το ακουστικό του τηλεφώνου έξω από το παράθυρο, ώστε να ακούσουν στηνΑθήνα τις εκρήξεις από τους βομβαρδισμούς των τουρκικών αεροσκαφών, για να πειστούν ότι επρόκειτο για πόλεμο και όχι για άσκηση. Ο αντιπλοίαρχος Νικολόπουλος, αξιωματικός πληροφοριών του ναυτικού στο ΑΕΔ, στον οποίο κατέληγαν όλα τα μηνύματα για τις δραστηριότητες του τουρκικού στόλου, μαρτυρεί ότι «περί ώραν 06.00 λόγω του ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝΤΟΣ ως Αξιωματικός επί των πληροφοριών απευθύνθην εις τον Στρ. Γρ. ΜΠΟΝΑΝΟΝ και του εζήτησα να διατάξη την διασποράν των πλοίων του Στόλου μας. Εκείνος εις απάντησιν μου είπεν το εξής τραγικόν: "Οι Τούρκοι κτυπούν την ΚΥΠΡΟ και εμείς είμαστε ΕΛΛΑΣ"».
Η αδιαφορία του ΑΕΔ προκάλεσε την οργή του επιτελάρχη του ΓΕΕΦ, ο οποίος «έκλεισε εν οργή το ακουστικόν και απευθυνόμενος προς τους παρευρισκομένους αξιωματικούς είπεν: "Αυτοί επάνω δεν ξέρουν τι τους γίνεται, πέστε να αμυνθούμεν δι' όλων των μέσων"». Τελικά, η Εθνική Φρουρά εξέδωσε διαταγή για απόκρουση της εισβολής δύο και πλέον ώρες μετά την έναρξή της.
Ηταν ήδη πάρα πολύ αργά...