Δεν άρχισε δηλαδή από ένα γεγονός που έλαβε μέρος στην Κύπρο και το οποίο προκάλεσε τη μήνιν των αποικιοκρατών. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε δύο χρόνια αργότερα, το 1957, και για άλλα αίτια, πολύ ευρύτερα και πιο σημαντικά για τη βρετανική ιστορία, από ό,τι μια εξέγερση σε μια από τις δεκάδες αποικίες της.
Το κορυφαίο γεγονός της μεταπολεμικής βρετανικής ιστορίας, ένα γεγονός που καθολικά αναγνωρίζεται ότι σημάδεψε την ψυχολογία και συμπεριφορά της βρετανικής αυτοκρατορικής ελίτ, υπήρξε η παταγώδης αποτυχία και ταυτόχρονα η ταπεινωτική ήττα του βρετανικού λέοντα στο Σουέζ, το 1956.
Ως αποτέλεσμα οι όποιες μεταπολεμικές φιλοδοξίες ή, καλύτερα, αυταπάτες του Λονδίνου για συνέχιση του αυτοκρατορικού ρόλου ή για συνδιαχείριση του κόσμου με την Ουάσιγκτον, τερματίστηκαν άχαρα και απότομα.
Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε καταγράφεται -ευτυχώς για τους ιστορικούς και για όσους ενδιαφέρονται να ερμηνεύσουν ορθά την ιστορία της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου χωρίς να μπερδεύουν τα δέντρα με το δάσος -στη ριζοσπαστική αναθεώρηση της βρετανικής αμυντικής στρατηγικής με την έκδοση, τον Ιανουάριο του 1957, της βρετανικής Λευκής Βίβλου για την άμυνα (Defence: Outline of Future Policy).
Η έκδοση της Λευκής Βίβλου συνοδεύτηκε με την ταπεινωτική παραίτηση του Βρετανού πρωθυπουργού Anthony Eden. Ο βίος και η πολιτεία του τελευταίου ταυτίστηκε με το φιάσκο του Σουέζ. Ήταν ταυτισμένη επίσης με μια εξίσου εξτρεμιστική πολιτική κατά της Κύπρου και του Μακαρίου, όπως αυτή που είχε ακολουθηθεί μέχρι τότε κατά της Αιγύπτου και του επαναστατικού της ηγέτη Νάσερ. Μόνο που η βρετανική πολιτική στην Κύπρο ακολούθησε και υπήρξε υποθεματική της στρατηγικές της Βρετανίας κατά της Αιγύπτου.
Η βρετανική Λευκή Βίβλος συντάχθηκε σε συνεργασία με τους Αμερικανούς. Πιθανόν δε και με την υπαγόρευσή τους. Η βρετανική στρατηγική έναντι της Σοβιετικής Ένωσης θα βασιζόταν πλέον, αποκλειστικά, στην πυρηνική αποτροπή, η οποία θα ενισχυόταν με προηγμένη τεχνολογία και πυραυλικά συστήματα από τους Αμερικανούς. Με βάση το νέο βρετανικό στρατηγικό δόγμα, η μεγάλη βρετανική βάση του Ακρωτηρίου στην Κύπρο (στρατηγείο πλέον των Βρετανών και πιστό αντίγραφο της βάσης του Σουέζ) μετατράπηκε σε πυρηνική, με στόχο το μαλακό (βιομηχανικό) υπογάστριο της Σοβιετικής Ένωσης νοτίως της Μόσχας (Ουκρανία).
Ως προς τη Μέση Ανατολή, η βρετανική στρατηγική περιορίστηκε σε «αστυνομικής» φύσεως επιχειρήσεις για υποστήριξη φιλοδυτικών καθεστώτων όπως της Ιορδανίας, του Ιράκ και των διαφόρων εμιράτων του Περσικού Κόλπου. Αλλά η πραγματική ευθύνη μεταφέρθηκε πλέον στις πλάτες των Αμερικανών.
Εξ ου και η διακήρυξη του Δόγματος Eisenhower, τον Μάρτιο του 1957, προέκταση του Δόγματος Τρούμαν δέκα χρόνια πριν, ότι το κενό ισχύος που δημιουργείται με την «αποχώρηση» των Βρετανών από τη Μέση Ανατολή θα το «γεμίσει» η Ουάσιγκτον όπως στην περίπτωση του Δόγματος Τρούμαν. Η Αμερική θα συνέδραμε πολιτικά και στρατιωτικά όποια χώρα ζητούσε τη βοήθειά της για την αντιμετώπιση «εσωτερικών» ή «εξωτερικών» απειλών, δηλαδή εσωτερικού ή εξωτερικού κομμουνιστικού κινδύνου.
Στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου
Εδώ και προτού επικεντρωθώ στη βρετανική πολιτική έναντι της Κύπρου, επιβάλλεται μια αναγκαία αλλά καθοριστική παρένθεση, η οποία και πάλι συγκρούεται με τη συμβατική σοφία για την ιστορία της περιόδου της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Πρώτον. Για τους Αμερικανούς η Μεσόγειος είναι μεν θάλασσα αλλά κλειστή και ελεγχόμενη απ’ αυτούς (από το 1946 με τον 6ο Στόλο οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη μεσογειακή δύναμη). Κατά τον Forrest Sherman, U.S. Vice Chief of Naval Operations (US Navy), σε δήλωσή του το Μάρτιο του 1947, ¨η Μεσόγειος πρέπει να θεωρείται ως ένας αυτοκινητόδρομος για την ανάπτυξη στρατιωτικής ισχύος βαθιά στην καρδιά της Ευρασίας και της Αφρικής». Δέκα χρόνια αργότερα, η ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και, κυριολεκτικά, ο περίγυρος της Κύπρου, θα αποκτήσει και μέχρι το 1968 μία εκ των ουκ άνευ σημασία για τη διαφύλαξη των ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Θα αρχίσουν να αναπτύσσονται εκεί (από ναυτική βάση στην Ισπανία) στα βάθη της ανατολικής Μεσογείου αμερικανικά υποβρύχια οπλισμένα με την πρώτη γενιά πυρηνικών πυραύλων τύπου Polaris. η περιοχή γύρω από την Κύπρο ήταν η μόνη που προσέφερε ολόχρονα στόχευση κατά της ΕΣΣΔ με βάση το υφιστάμενο βεληνεκές των Polaris.
Η μοναδική άλλη περιοχή ήταν στα νερά της παγωμένης Αρκτικής (με βάσεις στη Σκοτία).
Αλλά οι πάγοι δεν επέτρεπαν εκδήλωση επίθεσης παρά μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Έτσι η περιοχή της ανατολικής Μεσογείου γύρω απ’ την Κύπρο θα αποκτήσει μείζονα στρατηγική αξία στον σχεδιασμό των ΗΠΑ σε τυχόν πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση. Και ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο η Σοβιετική Ένωση θα αναπτύξει στην περιοχή και όλη τη δεκαετία του 1960 δεκάδες υποβρύχια και πλοία επιφάνειας.
Στην Ανατολική Μεσόγειο θα έχουμε τη μεγαλύτερη σύναξη πολεμικών πλοίων και υποβρυχίων και τη μεγαλύτερη δύναμη πυρός που αναπτύχθηκε ποτέ σε έναν τέτοιο σχετικά μικρό χώρο, στην ιστορία του κόσμου. Σε κάποιες χρονικές περιόδους της δεκαετίας του 1960 διακινούνται στην περιοχή πάνω από 160 πολεμικά πλοία, υποβρύχια και συνοδευτικά σκάφη.
Δεύτερον. Και πάλι συνδεόμενο με τα αμερικανικά ζωτικά συμφέροντα, αφορά στον γεωγραφικό χώρο της Μέσης Ανατολής. Ο χώρος αυτός, ιδεολογικά ουδέτερος ή στην καλύτερη περίπτωση «γκρίζος», κρατούσε ταυτόχρονα το κλειδί της βιομηχανικής ανάπτυξης της Δυτικής Ευρώπης. Έλεγχος του χώρου αυτού από μη φιλικές, ή από τη Δύση μη ελεγχόμενες δυνάμεις, θα απέφερε στρατηγικό πλήγμα στις ΗΠΑ και ίσως καταστροφικό στη Δυτική Ευρώπη.
Στους αμερικανικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς για έναν συμβατικό πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση, το μέτωπο της Μέσης Ανατολής, λόγω πετρελαίων, ήταν εξίσου σημαντικό όσο και το κεντρικό μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου στην καρδιά της μοιρασμένης Ευρώπης. Η θέση αυτή τεκμηριώνεται από πληθώρα αμερικανικών εγγράφων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Η βρετανική προπαγάνδα
Μετά την παραπάνω, κρίσιμη ιστορική παρένθεση, επανέρχομαι στη βρετανική πολιτική.
Μέχρι το 1957 η πολιτική των Βρετανών στην Κύπρο ήταν εξτρεμιστική και αδιάλλακτη. Η Κύπρος, κατά τους Βρετανούς, αποτελούσε βρετανικό κυρίαρχο έδαφος και κανένας τρίτος δεν μπορούσε να είχε λόγο στις εσωτερικές υποθέσεις της Βρετανίας. Όποια πολιτικής σημασίας εξέλιξη λάμβανε χώρα στην Κύπρο ή για την Κύπρο μέχρι τις αρχές του 1957 με πρωτοβουλία των Άγγλων, λάμβανε χώρα για προπαγανδιστικούς ή τακτικούς λόγους.
Από το 1954 μέχρι το 1957, σκοπός και στόχος των Βρετανών στην Κύπρο ήταν να εξωθηθεί η Ελλάδα στα άκρα ώστε να παρουσιάζεται στη διεθνή κοινή γνώμη (κυρίως στη βρετανική και αμερικανική) ως χώρα εξτρεμιστική που υπέθαλπε την τρομοκρατία στην Κύπρο.
Ταυτόχρονα οι Κύπριοι αγωνιστές παρουσιάζονταν ως τρομοκράτες (στο πρότυπο της εικόνας των «ανθρωποφάγων» Μάου-Μάου στην Κένυα, που επιτήδεια κατασκεύασαν οι αποικιοκράτες).
Την περίοδο αυτή, όπου όχι τυχαία έχουμε και αγαστή συνεργασία με τους Τούρκους στην Τριμερή του Λονδίνου και τα Σεπτεμβριανά στην Πόλη (1955), η Βρετανία ακολούθησε την κλασική ψυχροπολεμική στρατηγική της έντασης (Strategy of Tension) ώστε η ελληνική πλευρά να παρουσιάζεται φανατισμένη και εξτρεμιστική, η δε βρετανική ήπια και μετριοπαθής.
Μέσα από το πρίσμα αυτό της βρετανικής στρατηγικής, η οποιαδήποτε εκδήλωση μετριοπάθειας από ελληνικής πλευράς (περίπτωση Παπάγου 1954, περίπτωση συνομιλιών Μακαρίου – Χάρτιγκ 1956) θεωρείτο από το Λονδίνο άκρως επικίνδυνη και έπρεπε να τερματιστεί διότι απειλούσε με εκτροχιασμό τη βρετανική προπαγανδιστική στρατηγική.
Ταυτόχρονα οι όποιες «πρωτοβουλίες» των Άγγλων (Σύνταγμα Ουίνστερ 1948, Σχέδιο Χάρτιγκ 1956, Σύνταγμα Ρανκλιφ 1956) αποτελούσαν μέρος «κοσμητικών» παιχνιδιών, που στόχευαν στην ικανοποίηση της δικής τους κοινής γνώμης και την παγίδευση της δικής μας πλευράς.
Η εξορία του Μακάριου, για παράδειγμα, το 1956 έγινε ως αντίδραση στο φιάσκο του Σουέζ και της αποπομπής του Βρετανού αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων της Ιορδανίας (Glubb Pasha) και όχι για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο.
Η εξορία προκάλεσε πόλωση στην Κύπρο, που ήταν και δευτερεύων στόχος των Βρετανών.
Όλα τα παραπάνω αναφορικά με τη στρατηγική της έντασης που ακολούθησε η Βρετανία για να παραμείνει κυρίαρχη στην Κύπρο μέχρι το 1957, μπορούν να τεκμηριωθούν με μια προσεκτική μελέτη του θεμελιώδους έργου του Βρετανού ιστορικού Robert Holland, Η Βρετανία και ο Κυπριακός Αγώνας 1954-1959.
Μέχρι το 1957 η Βρετανία ήθελε ολόκληρη την Κύπρο για βάση. Μετά το 1957 αποφάσισε ότι ήθελε βάση ή βάσεις στην Κύπρο. Έτσι άλλαξε τον στρατιωτικό κυβερνήτη της Κύπρου (στρατηγό Χάρτιγκ) με ένα πολιτικό, τον Hugh Foot. Και απελευθέρωσε τον Μακάριο από την εξορία για να έχει συνομιλητή. Η κυνικότητα των Εγγλέζων καταγράφεται στα απομνημονεύματα του πρωθυπουργού Harold Macmillan (Riding the Storm 1956-1959), όπου υπογραμμίζει ότι εμείς θα πάρουμε αυτό που θέλουμε (βάσεις) και άσε τους Έλληνες να αλληλοτρώγονται με τους Τούρκους.
Η «Κούβα της Μεσογείου»
Ο Μακάριος στα ερείπια του Προεδρικού Μεγάρου
Μάλιστα το θεριό που οι Βρετανοί έθρεψαν για να ελέγξουν την ΕΟΚΑ άρχισε να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, ώστε Βρετανοί αξιωματούχοι να θεωρούν το 1957-1958 τους Τούρκους πιο επικίνδυνους από την ΕΟΚΑ και τον Μακάριο!
Αλλά και πάλι γεγονότα στη Μέση Ανατολή και όχι στην Κύπρο έφεραν τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Η Μεσανατολική κρίση, η οποία σιγόβραζε από το 1956, κορυφώθηκε με το αντιδυτικό πραξικόπημα του 1958 στο Ιράκ που είχε ως συνέπεια την κατάρρευση του φιλοδυτικού Συμφώνου της Βαγδάτης.
Με εντολή των Αμερικανών έπρεπε να κλείσουν όλα τα μέτωπα στο Δυτικό στρατόπεδο για να αντιμετωπιστεί ο κομμουνιστικός κίνδυνος στο Ιράκ και την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Έτσι προέκυψε η Ζυρίχη. Με τους Άγγλους και τους Τούρκους να ικανοποιούνται έναντι των Ελληνοκυπρίων και της Ελλάδας.
Εδώ θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι όπως και σήμερα, έτσι και το 1957-58 η Τουρκία πρωτοστατούσε στα αμερικανικά σχέδια για επιθέσεις εναντίον της Συρίας (1957) και του Ιράκ (1958). Και ανταμείφθηκε στην Κύπρο.
Το έστω και κολοβό ανεξάρτητο κυπριακό κράτος εμφανίστηκε σε μια χρονική περίοδο που ο Ψυχρός Πόλεμος έμπαινε σε κορύφωση και όπου ο χώρος της ανατολικής Μεσογείου αποκτούσε μείζονα στρατηγική σημασία.
Σχεδόν την επαύριο της ανεξαρτησίας άρχισαν δεύτερες σκέψεις στα δυτικά κέντρα εξουσίας. Η έστω και κολοβή κυπριακή ανεξαρτησία θεωρήθηκε ως στρατηγικό λάθος, με τον διαμελισμό της Κύπρου ανάμεσα στα δύο ΝΑΤΟϊκά κράτη, Ελλάδα και Τουρκία, να προωθείται ως «ιδεώδης λύση».
Η Τουρκία ποτέ δεν αποδέχτηκε τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, όπως απέδειξαν οι πράξεις της από το 1960 μέχρι το 1963.
Όπως τεκμηριώνει η έρευνα, η Τουρκία εισήγαγε λαθραία στην Κύπρο και με γνώση των Βρετανών πάνω από 10.000 σύγχρονα όπλα τα περισσότερα μετά το 1960! (Βλ. Ηλιάδης, το Απόρρητο Ημερολόγιο της ΚΥΠ για την Κύπρο).
Η επιχείρηση για την κατάλυση του κυπριακού κράτους του 1960 οικοδομήθηκε γύρω από το έωλο επιχείρημα του κινδύνου «κομμουνιστικοποίησης» της Κύπρου μέσω της κάλπης, λόγω της ύπαρξης ισχυρού κομμουνιστικού κόμματος στην Κύπρο.
Πολύ πριν τα γεγονότα του 1963-64, χρηματοδοτήθηκε και αναπτύχθηκε μια έντονη αντικομμουνιστική προπαγάνδα στην Κύπρο.
Ήταν θέμα χρόνου, με τα γεγονότα ’63-’64, ο Μακάριος να δαιμονοποιείται ως ο «ρασοφόρος Κάστρο», ως ο «κόκκινος παπάς» και η Κύπρος ως η «Κούβα της Μεσογείου» και ως η «Τσεχοσλοβακία» του μεταπολέμου.
Η αναφορά εδώ είναι ότι όπως μέσω της κάλπης οι κομμουνιστές κέρδισαν την εξουσία στην Τσεχοσλοβακία το 1948, έτσι θα έπρατταν και στην Κύπρο τη δεκαετία του 1960. Και μια τέτοια περίπτωση θα άλλαζε το στρατηγικό ισοζύγιο σε βάρος της Δύσης και του λεγόμενου «ελεύθερου κόσμου». Έπρεπε συνεπώς το κυπριακό κράτος να παύσει να υφίσταται.
«Στόχος μας η διχοτόμηση»
Η Κύπρος δεν υπήρξε ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία χώρα που βγήκε από την αποικιοκρατία και αντιμετώπισε εσωτερικά προβλήματα εξουσίας, τάξης και ασφάλειας. Σχεδόν όλα τα κράτη, (ακόμη και η Μάλτα που αποτελεί τη μόνη εξαίρεση) αντιμετώπισαν τέτοια προβλήματα.
Ωστόσο η Κύπρος αποτελεί το μοναδικό κράτος που η Δύση, με τους Βρετανούς και Αμερικανούς να πρωτοστατούν, αποφάσισε να καταλύσει.
Δεν υπάρχει άλλο κράτος και άλλος λαός που στην περίοδο δύο γενεών έζησε έναν αποικιακό αγώνα, έναν εμφύλιο πόλεμο, ένα πραξικόπημα και μία εισβολή και έχασε το 1% του πληθυσμού του το 1974 σε έναν μήνα, θύμα δύο ΝΑΤΟϊκών κρατών και όλα με την ανοχή των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
Σε ό,τι αφορά στην ιστορία και ειδικά στον επαίσχυντο ρόλο των Βρετανών αλλά και των Αμερικανών, έρχεται ένα πολύ πρόσφατο ντοκουμέντο για να τεκμηριώσει την ανάλγητη και καταστροφική τους πολιτική απέναντι σε ένα κράτος και έναν λαό, που κάθε άλλο παρά εχθρικοί υπήρξαν έναντι της Δύσης. Αντίθετα, μάλιστα.
Αναφέρομαι στο εξαιρετικό βιβλίο του πρώην Βρετανού αξιωματικού Martin Packard, Getting it Wrong: Fragments from a Cyprus Diary, 1964, που μόλις κυκλοφόρησε: Πρόκειται για την επίσημη έκθεση του Packard, ως αξιωματούχου του Βρετανικού Ναυτικού και ταυτόχρονα αξιωματούχου της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο, προς τη βρετανική κυβέρνηση.
Η έκθεση αυτή «εξαφανίστηκε» από τα βρετανικά αρχεία και υπάρχει σήμερα δημοσιευμένη, διότι ο Packard είχε την πρόνοια να φυλάξει αντίγραφο εκτός υπηρεσίας.
Το βιβλίο – έκθεση του Packard, που κάθε άλλο παρά υποστηρικτικό της «επίσημης»ελληνοκυπριακής θεώρησης είναι, ανατρέπει όλη τη συμβατική σοφία και τεκμηριώνει την υπόθεση ότι άλλη θα ήταν η πορεία του Κυπριακού και άλλη η σημερινή κατάσταση, εάν οι Αγγλοαμερικανοί δεν ακολουθούσαν τη γνωστή τους εχθρική και μισαλλόδοξη πολιτική που αποσκοπούσε και συνεχίζει να αποσκοπεί στη διάλυση του κράτους του 1960 ή τον πολιτικό του ευνουχισμό.
Ο τίτλος του βιβλίου, Getting it Wrong, είναι διπλά ειρωνικός και προέρχεται από ένα πραγματικό περιστατικό μεταξύ του Packard και του τότε υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, George Ball. Ο τελευταίος βρισκόταν στην Κύπρο, τον Φεβρουάριο του 1964, ως κομιστής προτάσεων για την κατάλυση του κυπριακού κράτους. Η πρόταση Ball αφορούσε είτε στον διαμελισμό της Κύπρου είτε στη δημιουργία αγγλο-ελληνο-τουρκο-αμερικανικής επικυριαρχίας (Condominium) στην επικράτειά της.
Από τον Packard, που ηγείτο ενός ενεργού και επιτυχημένου προγράμματος του ΟΗΕ για επαναπροσέγγιση και επιστροφή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων προσφύγων στα χωριά τους, ζητήθηκε να συνοδέψει τον Αμερικανό αξιωματούχο στα επηρεαζόμενα χωριά και να τον ενημερώσει για την πρόοδο του προγράμματος.
Όταν το ελικόπτερο που τους μετέφερε επέστρεψε στη βάση του, ο George Ball χτύπησε τον Packard χαϊδευτικά στην πλάτη λέγοντάς του: «Very impresive, but you ‘ve got it all wrong, son. Hasn’t anyone told you that our objective here is partition, not reintegration?»
«Πολύ εντυπωσιακό το έργο σου, νεαρέ. Δεν έχεις προφανώς ενημερωθεί ότι στόχος μας εδώ είναι η διχοτόμηση και όχι η επανενοποίηση;»
Από τότε η στρατηγική των Αγγλοαμερικανών άλλαξε αλλά ως προς τούτο:
Η κατάλυση και ο ευνουχισμός του κράτους να γίνει με τη συναίνεση του λαού ή, κατά το ελάχιστο, των ταγών του.