Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

44 χρόνια από την ίδρυση του κλεφτοΠΑΣΟΚ

44 χρόνια από την ίδρυση του κλεφτοΠΑΣΟΚ 
 Μέρος Α’
44 χρόνια από την ίδρυση του κλεφτοΠΑΣΟΚ - Μέρος Α’


Συμπληρώθηκαν 44 χρόνια από την ημέρα εκείνη (3 Σεπτεμβρίου του 1974) που ο εθνικός ολετήρας Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), του κόμματος που έχει την μεγαλύτερη ευθύνη για τα δεινά τα οποία περνάει σήμερα ο ελληνικός λαός. Ο λαοπλάνος ιδρυτής και ηγέτης του ΠΑΣΟΚ ήταν ο άνθρωπος που έβαλε τα θεμέλια για όλες τις αρνητικές εξελίξεις της πολιτικής, της οικονομικής, της κοινωνικής και της πολιτισμικής ζωής της χώρας και απαξίωσε τις αξίες εκείνες που είναι απαραίτητες για να λειτουργήσει μια υγιής κοινωνία.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου γεννήθηκε το 1919 στη Χίο και ήταν γιος του Γεωργίου Παπανδρέου, Γενικού Διοικητή Αιγαίου τότε και μετέπειτα πρωθυπουργού και της Σοφίας….. Μινέικο.
Ο Ανδρέας ασπάστηκε τις μαρξιστικές ιδεοληψίες από τα μαθητικά του χρόνια. Αποβλήθηκε από το Κολλέγιο Αθηνών εξαιτίας της συμμετοχής του στην έκδοση της μαθητικής εφημερίδας «Το ξεκίνημα» και του κομμουνιστικής εμπνεύσεως άρθρου του «Οι οικονομικές σχέσεις των τάξεων».
Στα φοιτητικά του χρόνια εντάχτηκε σε μια ομάδα Τροτσκιστών, την οποία διέλυσε ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης (επί κυβερνήσεως Μεταξά) το 1939 και ο Ανδρέας μαζί με τους συντρόφους του συνελήφθησαν από την Ασφάλεια. Αντίθετα από τους συντρόφους του, ο Ανδρέας διέθετε ισχυρά μέσα στην μεγαλοαστική τάξη όπου ανήκε. Με τη μεσολάβηση της γιατρού Χρυσούλας Ιωακειμίδου, πήρε διαβατήριο και πήγε στην Αμερική το 1940, όπου συνέχισε τις σπουδές του στις Οικονομικές Επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Πολιτογραφήθηκε Αμερικανός πολίτης και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο αμερικανικό ναυτικό ως βοηθός νοσοκόμος. Στα μέσα της δεκαετίας του 1940 έγινε βοηθός καθηγητής στο Χάρβαρντ ενώ στη συνέχεια δίδαξε Οικονομικά στα πανεπιστήμια της Μινεσότας και Μπέρκλεϋ.
Στα είκοσι περίπου χρόνια που παρέμεινε στις Η.Π.Α., ο Ανδρέας ενδιαφέρθηκε πρωτίστως για την ακαδημαϊκή του καριέρα και δεν διατηρούσε πολλές συνδέσεις με την ελληνική ομογένεια.
Το 1959 επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση του ψευτοεθνάρχη Κωνσταντίνου Καραμανλή (με τη μεσολάβηση του πατέρα του, Γεωργίου Παπανδρέου) για να οργανώσει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (Κ.Ε.Π.Ε.). Λίγο αργότερα εντάχθηκε στο κόμμα της Ένωσης Κέντρου, πρόεδρος του οποίου ήταν ο πατέρας του Γεώργιος Παπανδρέου και εκλέχτηκε βουλευτής Αχαΐας τον Φεβρουάριο του 1964. Για μικρά χρονικά διαστήματα διετέλεσε υπουργός Προεδρίας και Αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού, όταν υπουργός στο ίδιο υπουργείο ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο φιλόδοξος και αριβίστας Ανδρέας πρωτοστάτησε στα περίφημα «Ιουλιανά» του 1965 και κατηγορήθηκε ως αρχηγός της οργάνωσης «ΑΣΠΙΔΑ». Όταν έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε με τη μεσολάβηση των Η.Π.Α. και  επέστρεψε στη δεύτερη πατρίδα του, την Αμερική.
Ίδρυσε το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.) στη Σουηδία τον Φεβρουάριο του 1968. Συνδέθηκε φιλικά με τον διάδοχο του Τρότσκι στη γραμματεία της 4ης Διεθνούς, Μιχάλη Ράπτη (γνωστό ως «Πάμπλο»).
Η «γενιά του ΠΑΚ» και η αντίσταση της κατά της χούντας αποτελεί έναν από τους πολλούς μύθους που καλλιέργησε ο Ανδρέας και το ΠΑΣΟΚ μεταπολιτευτικά και εκμεταλλεύθηκε πολιτικά για να αναρριχηθεί στην εξουσία. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρξε σοβαρός αντιδιδακτορικός αγώνας από το ΠΑΚ στις χώρες της Ευρώπης και ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου ζούσαν περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες, αρκετοί από τους οποίους τάσσονταν εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν εργάτες με λίγες γραμματικές γνώσεις, που μετά βίας μιλούσαν γερμανικά, οι οποίοι παρασύρονταν από αριστερούς, ως επί το πλείστον, Έλληνες φοιτητές. Ο αγώνας τους περιοριζόταν σε πορείες, διαδηλώσεις και ξυλοδαρμούς υπαλλήλων των ελληνικών προξενείων και όλων εκείνων που θεωρούσαν χουντικούς.  Κάποιες μορφές αντίστασης από το ΠΑΚ σημειώθηκαν στην Ιταλία, όπου εκείνη την περίοδο φοιτούσαν χιλιάδες Έλληνες σπουδαστές.
Ο Ανδρέας όπως και άλλα στελέχη του ΠΑΚ (Άκης Τσοχατζόπουλος, Κάρολος Παπούλιας, κ.α.) έκαναν αντίσταση εκ του ασφαλούς, έχοντας εξασφαλισμένη την προστασία στις χώρες που τους φιλοξενούσαν.
Οι πηγές χρηματοδότησης του ΠΑΚ ήταν πολλές και άδηλες. Το ΠΑΚ λάμβανε χρήματα από τις συνδρομές των μελών του, από εράνους ανάμεσα στους Έλληνες της διασποράς σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Λάμβανε επίσης επιδοτήσεις από τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα  της Ευρώπης, καθώς και από άλλες «σκοτεινές πηγές» (Αραφάτ, Καντάφι κ.λπ.). Να σημειωθεί επίσης ότι, από τον πακτωλό χρημάτων που εισέρρεε στα ταμεία του ΠΑΚ, πολλά κατέληγαν στις τσέπες κάποιων λαμογιών από τα μέλη του. Ο ίδιος ο Ανδρέας είχε κατηγορηθεί ότι με χρήματα από το ταμείο του ΠΑΚ είχε αγοράσει μια βίλλα στο Τορόντο.
Στο ΠΑΚ συμμετείχαν πολλοί κεντροαριστεροί, πρώην στελέχη της Ένωσης Κέντρου. Οριστική ρήξη με τους μετριοπαθείς κεντροαριστερούς επήλθε το 1971, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου διακήρυττε πως το καθεστώς των συνταγματαρχών θα έπεφτε μόνο με «δυναμικό ένοπλο αγώνα» από ένα «λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα»  που θα ήταν έτοιμο να παλέψει για μια «σοσιαλιστική και δημοκρατική Ελλάδα». Με τις ακραίες αυτές θέσεις του, το ΠΑΚ παρουσίαζε περισσότερες ομοιότητες με ένα λατινοαμερικανικό ή τριτοκοσμικό μόρφωμα, παρά με ένα αριστερό ευρωπαϊκό κίνημα. Αρκεί να σημειωθεί ότι οι θέσεις του ΠΑΚ εύρισκαν αντίθετο ακόμη και το ΚΚΕ, το οποίο καταδίκαζε κάθε αναφορά στην ένοπλη πάλη κατά του καθεστώτος της 21ηςΑπριλίου. Ακόμη και για τα σταλινικά αποβράσματα του Κ.Κ.Ε. φάνταζε ουτοπική, και αυτό γιατί οι τοποθετήσεις των κουκουέδων ήταν πιο «μετριοπαθείς» και «ρεαλιστικές».
Με την πτώση των συνταγματαρχών τον Ιούνιο του 1974, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν από τους τελευταίους «αντιστασιακούς» του εξωτερικού που επέστρεψε στην Ελλάδα περί τα μέσα Αυγούστου. Αμέσως μετά την άφιξή του άρχισε να ασχολείται με την προετοιμασία  της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ, η αναγγελία και η ίδρυση του οποίου έγινε λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974.
Η ιδρυτική Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ της 3ης Σεπτεμβρίου  του 1974 παρουσιάστηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου στο ξενοδοχείο King George της Αθήνας. Οι θέσεις της διακήρυξης τοποθετούνταν στις παρυφές της άκρας αριστεράς και στόχευαν στο παραπλανητικό τετράπτυχο: λαϊκή κυριαρχία, εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική απελευθέρωση και  δημοκρατική διαδικασία, θέσεις που μέσα σε λιγότερο από 40 χρόνια, αποδείχτηκαν φούμαρα, καθώς η Ελλάδα έχει πλέον καταστεί Προτεκτοράτο των διεθνών τοκογλύφων, λόγω των καταστροφικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν από τα κλεπτοκρατικά-φαυλοκρατικά κόμματα της μεταπολίτευσης, με το κλεφτοΠΑΣΟΚ να φέρει βεβαίως την μεγαλύτερη ευθύνη.
Πολλοί από τους συμμετέχοντες ήταν στελέχη του ΠΑΚ, τα οποία ζούσαν στο εξωτερικό, μέχρι την πτώση του καθεστώτος των Συνταγματαρχών. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς εντάχθηκαν στο ΠΑΣΟΚ και αργότερα έγιναν βουλευτές και Υπουργοί. Συμμετείχαν επίσης αρκετοί Τροτσκιστές (κάποιοι από τους οποίους ήταν «σύντροφοι» του Ανδρέα στα νεανικά του χρόνια), πρώην βουλευτές της αριστερής φράξιας της Ένωσης Κέντρου, μέλη της οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα», καθώς και πολλοί μικροαστοί αριστεροί που παρίσταναν τους «αντιστασιακούς» κατά της «επάρατης χούντας». Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Θύμιος Παπανικολάου στο βιβλίο «ΠΑΣΟΚ, δώρο και εκδίκηση της Ιστορίας» (Εκδόσεις ΡΕΣΑΛΤΟ, 2008): «μια ατέλειωτη σειρά από γνωστούς πολιτικούς, δικηγόρους, καθηγητές της αστικής και μικροαστικής τάξης, που φιγουράρανε με το χρίσμα του αντιστασιακού…με χάος πολιτικής σύγχυσης στο μυαλό τους»
Το ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου, λίγα χρόνια πριν γίνει κυβέρνηση, υπήρξε το πιο αριστερό και «ριζοσπαστικό» κόμμα της Ευρώπης, έχοντας ως βασικό πρόσταγμα την «Σοσιαλιστική Αλλαγή». Αυτοπροσδιοριζόταν ως μαρξιστικό και ταξικό κίνημα, διακηρύσσοντας ότι βάση της πολιτικής του ιδεολογίας είναι ο Μαρξισμός. «Το ΠΑΣΟΚ είναι το σοσιαλιστικό κίνημα της χώρας μας και σαν τέτοιο δεν μπορεί παρά να είναι μαρξιστικό» («Σοσιαλιστικός Μετασχηματισμός», Εκδ. ΠΑΣΟΚ, 1975, σελ. 15).
Διαχώριζε τη θέση του από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν έχει σχέση με την σοσιαλδημοκρατία ή τον σοσιαλισμό που εκφράζει την κεντροαριστερή τάση στην Ευρώπη: «Δεν είμαστε σοσιαλδημοκράτες. Η σοσιαλδημοκρατία είναι καπιταλισμός με ευγενικό προσωπείο» έλεγε ο λαοπλάνος Ανδρέας.
Το πρώιμο μαρξιστικό ΠΑΣΟΚ παραδέχονταν την ένταξή του στην ευρύτερη μαρξιστική αριστερά. «Η έννοια αριστερός σαν πρακτική είναι επίπονη προσπάθεια και σημαίνει διαφοροποίηση και ρήξη με τις αστικές συνήθειες πρακτικής» (Απόφαση της 5ης Συνόδου της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, 23 Φεβ. 1979).
Η καταδίκη της Σοσιαλδημοκρατίας από τον Ανδρέα προκαλούσε την αντίδραση όλων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης και ιδιαίτερα του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (SPD). Για τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, το ΠΑΚ και το πρώιμο ΠΑΣΟΚ ανήκαν στην άκρα αριστερά που είχε επαφές με όλα τα διδακτορικά καθεστώτα και τη διεθνή τρομοκρατία.
Η αλήθεια είναι ότι το πρώιμο μαρξιστογενές ΠΑΣΟΚ, που στελεχωνόταν κυρίως από μέλη του ΠΑΚ και ΕΑΜίτες/ΕΛΑΣίτες, είχε ιδεολογικές θέσεις άκρως αριστερές, τέτοιες που οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ , συγκρινόμενες με εκείνες, να φαίνονται ότι ανήκουν μάλλον σε ένα μετριοπαθές κεντροαριστερό κόμμα. Αναφερόμαστε βέβαια στο ΠΑΣΟΚ των αρχών της δεκαετίας του ’70, πριν εισχωρήσουν σ’ αυτό άτομα κάθε κατηγορίας, κάθε κάστας, κάθε ανθρώπινης ανεπάρκειας, επιθυμιών, πόθων, συμπλεγμάτων και κυρίως συμφερόντων.
Πολλά στελέχη και οπαδοί της άκρας αριστεράς (μαοϊκοί, παλαιοκομμουνιστές, κομμουνιστές από τις χώρες του παραπετάσματος κ.λπ.) εντάχθηκαν στο ΠΑΣΟΚ και συμμετείχαν στην κομματική διαχείριση και στο μεγάλο φαγοπότι που ακολούθησε.
Αγνοώντας τις «δημοκρατικές διαδικασίες» της διακήρυξης της 3ης Σεπτεμβρίου, ο αριβίστας και εξουσιομανής Ανδρέας εδραιώθηκε στη θέση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ με δικτατορικό και αυταρχικό  τρόπο. Πολύ σύντομα προχώρησε σε διαγραφές αυτών που θεωρούσε εμπόδιο στις επιδιώξεις του για την εδραίωση της ηγεμονίας του στο ΠΑΣΟΚ και την μετατροπή του σε αρχηγικό κόμμα.
44 χρόνια από την ίδρυση του κλεφτοΠΑΣΟΚ 
 Μέρος Β’

44 χρόνια από την ίδρυση του κλεφτοΠΑΣΟΚ - Μέρος Β’
Αρχικά, τον Ιούνιο του 1975, διαγράφτηκαν τα παλιά στελέχη των κεντρώων («Δημοκρατική Άμυνα» κτλ.) που ήταν αντίθετοι με την μαρξιστική ιδεολογία κινήματος. Στη συνέχεια, στις αρχές του 1976, διαγράφτηκαν οι τροτσκιστές και λοιποί ακροαριστεροί και ακολούθησαν άλλοι «διαφωνούντες» και «αντάρτες».
Το 1981 το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές με ποσοστό 48%. Σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 173 βουλευτές και ο Ανδρέας Παπανδρέου γίνεται πρωθυπουργός.
Γράφει στο βιβλίο του «Το φριχτό φιάσκο της Αλλαγής» (Εκδόσεις ΓΟΡΔΙΟΣ, 2011) το πρώην μέλος του Π.Α.Κ. και του ΠΑΣΟΚ, Γιάννης Τσαγκούδης: «Μόλις το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, πρέπει να ήταν αρκετοί εκείνοι, που πίστευαν  -  σ’ όλα τα κλιμάκια, από τις Τ.Ο. ως την κορυφή, δηλαδή την Κεντρική Επιτροπή (Κ.Ε.) και το Εκτελεστικό Γραφείο (Ε.Γ.) -, ότι οι Τοπικές Οργανώσεις θα μπορούσαν να παίξουν ένα ρόλο Σοβιέτ, δηλ. να συγκυβερνούν ή να κυβερνούν. Στα πρώτα χρόνια είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος….Κατά την αντίληψη όλων αυτών δεν είχε νικήσει ο τριτοδρομικός σοσιαλισμός του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά ο κομμουνισμός του σταλινικού μοντέλου…. Αρκετοί θα έπρεπε να ήταν εκείνοι μέσα στο ΠΑΣΟΚ - με λίγες ή πολλές γραμματικές γνώσεις - , που ζήλευαν τις πολιτικές σταδιοδρομίες του Τσαουσέσκου, του Ζίφκωφ και του Στάλιν, και που ονειρεύονταν κι αυτοί να αναρριχηθούν στην εξουσία με παρόμοιο τρόπο…».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ έφεραν από το Παραπέτασμα δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστοσυμμορίτες που αιματοκύλισαν τη χώρα και τους συγγενείς τους, δίνοντάς τους παχυλές συντάξεις και εφάπαξ, και διορίζοντάς τους σε περίοπτες θέσεις του δημόσιου τομέα. Πολλοί από αυτούς, ενώ παρέμειναν κομμουνιστές, στήριζαν και ψήφιζαν το κλεφτοΠΑΣΟΚ, καθώς συμμετείχαν στο «μεγάλο φαγοπότι».
Ανάμεσα σε εκείνους που επέστρεψαν από το Παραπέτασμα ήταν και ο μπολσεβίκος μακελάρης του συμμοριτοπόλεμου «Καπετάν Μάρκος» (Μάρκος Βαφειάδης). 
Ο Βαφειάδης έγινε ένθερμος υποστηρικτής του Ανδρέα Παπανδρέου, συνεργάστηκε μαζί του και εξελέγη βουλευτής του κλεφτοΠΑΣΟΚ. Παρέμεινε όμως πιστός κομμουνιστής και προσπάθησε να συμβάλλει στην πολιτική ένωση των κομμουνιστικών δυνάμεων της χώρας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι μαρξιστές πρασινοφρουροί ανέδειξαν σε εθνικό ήρωα τον αιμοσταγή μπολσεβίκο του συμμοριτοπολέμου Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα). Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι το πορτρέτο του Κλάρα ήταν αναρτημένο σε όλα σχεδόν τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, δίπλα στα πορτρέτα του Ανδρέα Παπανδρέου και του Καρλ Μαρξ. Τον Μάιο του 1984 ο αμετανόητος Βαφειάδης συμμετείχε ως τιμητικός προσκεκλημένος στο πρώτο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, όπου το χειροκρότημα που έλαβε από τους συνέδρους ήταν τόσο ενθουσιώδες όσο και εκείνο για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Σε επίσημη εκδήλωση στο Πεντάγωνο του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού (SIC!)
Λίγο αργότερα, ο λαοπλάνος Ανδρέας Παπανδρέου, για να προσελκύσει την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις σοσιαλμαρξιστικές – διεθνιστικές αρχές του κινήματος και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το εθνικό φρόνημα και τον πατριωτισμό των μαζών. Το πατριωτικό σύνθημα του πολιτικού απατεώνα Ανδρέα «Η Ελλάδα στους Έλληνες» ήταν αντιγραφή του αντίστοιχου συνθήματος «Η Γερμανία στους Γερμανούς» των Εθνικοσοσιαλιστών. Ακόμη και η μουσική στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ προέρχονταν από το περίφημο έργο Carmina Burana του Γερμανού εθνικοσοσιαλιστή μουσικοσυνθέτη Carl Orff,.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου διατηρούσε στενές σχέσεις με τον συνταγματάρχη Καντάφι και χαρακτήρισε το καθεστώς της Λιβύης «διακυβέρνηση στα πρότυπα του δήμου των αρχαίων Αθηναίων».
Η πρώτη οκταετία του κλεφτο-κόμματος ταυτίστηκε με την λεηλασία του δημόσιου χρήματος από την «πράσινη ακρίδα», τους χιλιάδες διορισμούς πασοκόσκυλων, συγγενών και φίλων στο δημόσιο, την έξαρση των σκανδάλων, τον νεοπλουτισμό, την εμφάνιση «νέων τζακιών», τον χυδαίο «αυριανισμό» κτλ, και έκλεισε με το διαβόητο «σκάνδαλο Κοσκωτά».
Λίγο πριν τις εκλογές του 1989, βλέποντας τη δημοσκοπική πτώση του κόμματός του, ο εξουσιομανής Ανδρέας αντικατέστησε τον υπουργό οικονομικών Κώστα Σημίτη με τον Δημήτρη Τσοβόλα και συνέχισε την πολιτική των παροχών. Έτσι περάσαμε  από το «Σταθεροποιητικό οικονομικό πρόγραμμα» του Σημίτη (που τέθηκε σε εφαρμογή για να περιορισθούν κάπως οι σπατάλες του δημοσίου, καθώς στο ταμείο του κράτους υπήρχαν μόνο 200.000 δολάρια και το ισοζύγιο πληρωμών είχε έλλειμμα 3,5 δισ. δραχμές) στο «Τσοβόλα δώστα όλα» (Πρόκειται για την περιβόητη φράση που απηύθυνε ο πολιτικός απατεώνας προς τα συγκεντρωμένα πασοκόσκυλα σε προεκλογική συγκέντρωση στο Περιστέρι στις 20 Απριλίου του 1989). 
Μετά μια σύντομη παρένθεση (κυβέρνηση Τζαννετάκη, οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα (23 Νοεμβρίου 1989 - 11 Απριλίου 1990) στην οποία συμμετείχαν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΕΑΡ και κυβέρνηση Μητσοτάκη) το κλεφτοΠΑΣΟΚ επανήλθε στην εξουσία το 1993 λαμβάνοντας ποσοστό 46,8%!
Εκατοντάδες ήταν τα σκάνδαλα από τα «πράσινα λαμόγια» στη διάρκεια της πρώτης οκταετίας του κλεφτοΠΑΣΟΚ: σκάνδαλο του καλαμποκιού, σκάνδαλο της Αγροτικής Ασφαλιστικής, σκάνδαλα ΕΤΒΑ, σκάνδαλο ΠΡΟΜΕΤ, σκάνδαλο ΑΓΡΕΞ, σκάνδαλο ΚΥΔΕΠ, σκάνδαλο ΕΒΟ, σκάνδαλο Κοσκωτά,  ο περίφημος «κουτσονόμος» (νόμος που δημιουργήθηκε από τον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Δικαιοσύνης Μένιο Κουτσόγιωργα, τον οποίο ψήφισε σύσσωμο το κλεφτοΠΑΣΟΚ,  που  απαγόρευε το άνοιγμα των λογαριασμών στις τράπεζες ώστε να προστατεύονται τα λαμόγια), κ.λπ.
Επί πασοκρατίας γιγαντώθηκε η αποβιομηχάνιση της χώρας και η συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα παραγωγής. Έργα υποδομής μηδέν. Αεροδρόμια, σταθμοί λεωφορείων,  σιδηροδρομικοί σταθμοί, οδικά δίκτυα, λιμάνια κ.λπ.  παρέμεναν τριτοκοσμικά.
Η πασοκρατία αποδόμησε την κοινωνία, την οικονομία, τους θεσμούς. Η διαφθορά και η ατιμωρησία είχαν λάβει τεράστιες διαστάσεις και είχαν απλωθεί σ’ ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Το ΠΑΣΟΚ συνέβαλε (μαζί με τη ΝΔ) στην καθιέρωση της ηγεμονίας της αριστεράς σε όλους τους τομείς.
Με τους υπέρογκους δανεισμούς, τις ξέφρενες σπατάλες, τη λεηλασία των κρατικών πόρων από την «πράσινη ακρίδα», χτίστηκε το πασοκικό πελατειακό κράτος της φαυλοκρατίας, της αναξιοκρατίας, της κλεπτοκρατίας, ενώ κατεδαφίστηκαν η ιεραρχία, η αξιοκρατία, η αξιολόγηση. Όλες οι υπηρεσίες του δημοσίου κατακλίστηκαν από στρατιές χαχόλων πραιτωριανών-πρασινοφρουρών, οι οποίοι είχαν γίνει κράτος εν κράτει, διανέμοντας προνόμια και παροχές στους ημετέρους και κατακλέβοντας το Δημόσιο.
Άριστος γνώστης των επιθυμιών των μαζών, o ο λαοπλάνος Ανδρέας είχε την ικανότητα να κολακεύει και να παραπλανάει τα πλήθη  με σλόγκαν όπως «το ΠΑΣΟΚ κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία», «τα περήφανα γηρατειά», «η φωτισμένη νεολαία μας» κ.λπ. αλλά και να διχάζει το λαό με συνθήματα όπως «σήμερα πεθαίνει η Δεξιά» «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» κ.λπ.
Γράφει ο Γιάννης Τσαγκούδης στο βιβλίο του «Το φριχτό φιάσκο της Αλλαγής»: «Ο Ανδρέας γνώριζε καλά την ψυχολογία του ελληνικού λαού από τα χρόνια εκείνα που μπήκε στην πολιτική με τη σημαία της Ένωσης Κέντρου. Ήξερε να επαινεί και να κολακεύει τις αδυναμίες και τα ελαττώματα των Ελλήνων. Έτσι συμπεριφέρονται οι λαϊκιστές ηγέτες. Αυτά είναι τα όπλα τους. Ο Ανδρέας έπαιζε τέλεια το ρόλο του ηθοποιού. Κατέβαινε στο επίπεδο του αγρότη, του εργάτη, του βιοπαλαιστή, κέρδιζε τη συμπάθειά του και του υφάρπαζε την ψήφο. Οι αφελείς και ευκολόπιστοι αυτοί βιοπαλαιστές δεν σκέπτονταν, ότι ο Ανδρέας δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτούς, αντίθετα μάλιστα ήταν γόνος ενός πολιτικού τζακιού, που έφερε συνευθύνες  για την ταλαιπωρία των Ελλήνων και τη μιζέρια της Ελλάδας».
Ο Ανδρέας προτιμούσε να περιστοιχίζεται από κόλακες, καιροσκόπους, απατεώνες, ψευτο-ιδεολόγους σιασια-ληστές, παρά από έντιμα στελέχη. Κάθε φορά που ένας πολιτικός ή συνεργάτης του τολμούσε να πει την αλήθεια ή να προτείνει κάποιες ρεαλιστικές λύσεις που πιθανόν να δυσαρεστούσαν τους μπολσεβίκους του ΠΑΣΟΚ και τα «πράσινα» τρωκτικά, ο Ανδρέας τον καρατομούσε.
Τον υφυπουργό Εξωτερικών Ασημάκη Φωτήλα τον διέγραψε «εν πτήσει» στις αρχές του 1982, όταν ο τελευταίος επέστρεφε στην Ελλάδα, διότι είχε συνυπογράψει ανακοινωθέν μαζί με άλλους συναδέλφους του Ευρωπαίους με το οποίο καταδίκαζαν την πολιτική του κομμουνιστή δικτάτορα της Πολωνίας, στρατηγού Γιαρουζέλσκι. Οι υπουργοί Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ Δημήτρης Κουλουριάνος, Μανώλης Δρεττάκης, Απόστολος Λάζαρης, που είχαν κάνει προτάσεις ρεαλιστικές για την οικονομική πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί, αναγκάστηκαν σε παραίτηση ή μετακινήθηκαν από το συγκεκριμένο υπουργείο.
Ο αριστερός υπουργός Οικονομίας Μανώλης Δρεττάκης, για παράδειγμα, είχε θεσπίσει ένα νομοσχέδιο για τη φορολογία της ακίνητης περιουσίας από τους «έχοντες και κατέχοντες». Ενώ πολλοί πολίτες έσπευσαν να ανταποκριθούν, υποβάλλοντας τις απαραίτητες δηλώσεις, ο απρόβλεπτος «σοσιαλιστής» Ανδρέας έσπευσε να αναθεωρήσει το νομοσχέδιο, καθιστώντας την υποβολή δηλώσεων προαιρετική, προκειμένου να μη συγκρουσθεί με τα συμφέροντα ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας και χάσει την εξουσία. Σήμερα, με την είσοδο της χώρας μας στα Μνημόνια, όλοι οι Έλληνες πολίτες, φτωχοί και πλούσιοι, καλούνται να πληρώσουν τον ληστρικό ΕΝΦΙΑ.
Ο έμπειρος οικονομολόγος Απόστολος Λάζαρης (1921-2018), διετέλεσε υπουργός Συντονισμού στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του κλεφτοΠΑΣΟΚ και παρέμεινε στο υπουργείο αυτό μόνο 9 μήνες (από τον Οκτώβριο του 1981 έως τον Ιούλιο του 1982). Ήταν ένας από τους βασικούς δημιουργούς του οικονομικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ, καθώς ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1978 του ανέθεσε την προεδρία της «Επιτροπής Ανάλυσης και Προγραμματισμού» του Κινήματος. Ακολούθως ο Ανδρέας, μη ανεχόμενος όλους όσους αντιδρούσαν στις ξέφρενες σπατάλες και στην αλόγιστη πολιτική των παροχών, τον μετακίνησε σε άλλο υπουργείο. Από τον Ιανουάριο του 1984 έως τον Ιούλιο του 1985 ο Λάζαρης διετέλεσε υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως. Το 1988 απέστειλε μια εμπιστευτική έκθεση προς τον Ανδρέα Παπανδρέου, μέσω της οποίας ασκούσε δριμύτατη κριτική στην οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, υπεύθυνη για τη ραγδαία αύξηση των δαπανών, του κρατικού προϋπολογισμού, την συνεχιζόμενη μείωση της παραγωγικότητας, την ξέφρενη σπατάλη, τον τεράστιο «πράσινο» κομματικό στρατό  που προσλαμβάνονταν στο δημόσιο, στις ΔΕΚΟ, στις τράπεζες κ.λπ. που είχαν ως συνέπεια την τεράστια αύξηση του δημόσιου χρέους.
Παρόμοια έκθεση συνέταξε και ο σοσιαλιστής τότε πρόεδρος της Κομισιόν, Ζακ Ντελόρ. Την έκθεση του Ντελόρ παρέδωσε αυτοπροσώπως στον Ανδρέα η τότε αναπληρωτής υπουργός Εμπορίου, Βάσω Παπανδρέου, υπεύθυνη για τα θέματα της Ελληνικής Προεδρίας στην Κοινότητα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου όμως και τις δύο εκθέσεις τις έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του.
Γράφει ο Μάνος Μάρκογλου, καθηγητής σε διάφορα αμερικανικά πανεπιστήμια, ο οποίος γνώριζε τον Ανδρέα από πολύ κοντά: «Ο Ανδρέας ήταν αντιφατικός, αμφίγνωμος, άφιλος, αγνώμων, ανακριβολόγος, ιδεολογικά αδέσποτος, κοινωνικά αδιάκριτος, πολιτικά άδικος, λεκτικά αοριστολόγος, επιστημονικά ακαθόριστος, αγωνιστικά άκαμπτος, ψυχολογικά αλύτρωτος, κοινοβουλευτικά άκοσμος».Όλοι σχεδόν οι χαρακτηρισμοί που αποδίδει ο Μάρκογλου στον πολιτικό απατεώνα Ανδρέα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Ιδού πως περιγράφει τον  Ανδρέα ο φίλος του Άρης Δημητριάδης που τον γνώριζε από το 1948: «Ο Ανδρέας αγαπά μόνο τον εαυτό του. Ειλικρινά, θλίβομαι για την πορεία που ακολουθεί τώρα. Είναι έξυπνος, δυνατός, σε κατακτά εύκολα. Αλλά είναι μεγαλομανής και ξεροκέφαλος. Μου θυμίζει  τον χαμαιλέοντα. Αλλάζει συνεχώς. Σήμερα λέει αυτό, αύριο το άλλο, και προσπαθεί να σε πείσει γι’ αυτό. Πηδάει από το ένα στο άλλο, σαν το βάτραχο…»
Ο φίλος και προσωπικός του γιατρός Παρασκευάς Αυγερινός, που υπήρξε και υπουργός του κλεφτοΠΑΣΟΚ, στο βιβλίο  «Η Αλλαγή τελείωσε νωρίς» (Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 2013) περιγράφει τον Ανδρέα ως άτομο παθολογικά ανασφαλές με την ανασφάλειά του να είναι αποτέλεσμα της χρόνιας κατάθλιψης από την οποία υπέφερε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Για την αντιμετώπιση της «διπολικής διαταραχής», ο Ανδρέας ακολουθούσε μακροχρόνια θεραπεία φαρμακευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου γνώριζε εκ των προτέρων που θα οδηγούσε η φαύλη οικονομική πολιτική του, καθώς ήταν ευφυής και καλός γνώστης της οικονομικής επιστήμης. Εξάλλου ο ίδιος είχε δηλώσει-κάπου στα μέσα  της δεκαετία του ’80- για το συνεχώς αυξανόμενο χρέος: «ή θα το αντιμετωπίσουμε ή θα μας καταπιεί». Όμως, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία, συνέχισε τις πολιτικές των παροχών με δανεικά, της αρπαγής και της λεηλασίας των δημόσιων πόρων από την «πράσινη ακρίδα» αντί να νοικοκυρέψει τα οικονομικά της χώρας, η οποία οδηγείτο με μαθηματική ακρίβεια προς την κατάρρευση. Αυτή η στάση του τον καθιστά διπλά υπεύθυνο για την χρεοκοπία της χώρας.
Η κυβέρνηση Σημίτη,  που ακολούθησε μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου το 1996, με τη μετάλλαξη του κλεφτοΠΑΣΟΚ σε κεντροαριστερό κόμμα, που υποστήριζε το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, συνέχισαν  με μικρές παραλλαγές την ίδια καταστροφική  πολιτική.
O Κώστας Σημίτης κυβέρνησε την Ελλάδα προσπαθώντας μέσω του ψεύδους, της  απάτης, της εικονικής πραγματικότητας και των «Greek Statistics», να παρουσιάσει, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μια «ισχυρή Ελλάδα της ανάπτυξης και της προόδου», που δεν είχε όμως καμιά σχέση με την πραγματική υπερδανεισμένη Ελλάδα, με τους πολίτες της να αμείβονται και να καταναλώνουν πολύ περισσότερο από τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της χώρας.
Εξακολουθούσε να κυριαρχεί η διαφθορά και η κλεπτοκρατία. H ελληνική ανάπτυξη και παραγωγή υπέστη καθίζηση. Η αποβιομηχάνιση της χώρας και η απογεωργικοποίηση της υπαίθρου  συνεχίσθηκαν με ακάθεκτο ρυθμό. Εκατοντάδες επιχειρήσεις έκλεισαν, ενώ άλλες μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό, κυρίως στις βαλκανικές χώρες, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας.
Το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ του Σημίτη ώθησε τους Έλληνες στον δανεισμό και την υπερκατανάλωση, θεσμοποίησε την ατιμωρησία των φαύλων πολιτικών, διέλυσε το σύστημα Υγείας, δημιούργησε και εδραίωσε την διαπλοκή, παρέδωσε την χώρα στους λαθρομετανάστες, αποδυνάμωσε τις Ένοπλες Δυνάμεις, υποβάθμισε την διπλωματική ισχύ και το κύρος της χώρας στο εξωτερικό, ενώ αναγνώρισε τις διεκδικήσεις γειτονικών μας κρατών εις βάρος της Ελλάδας.

44 χρόνια από την ίδρυση του κλεφτοΠΑΣΟΚ 
 Μέρος Γ’

Με ψευδή στοιχεία, που αφορούσαν κυρίως στο έλλειμμα της χώρας ως προς το Α.Ε.Π., η κυβέρνηση Σημίτη ενέταξε την Ελλάδα στην Ο.Ν.Ε. (Οικονομική και Νομισματική Ένωση) χωρίς ωστόσο η χώρα μας να πληροί τις προϋποθέσεις ένταξής της. Έγκυρες πηγές εκτιμούν ότι η πλαστογραφία του Σημίτη, που εμφάνισε το έλλειμμα κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερο, κόστισε στον ελληνικό λαό περί τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ.
Επί κυβερνήσεως Σημίτη, το 2001, συνάφθηκε το  γνωστό swap μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της αμαρτωλής επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs, το οποίο τελικά αποδείχθηκε τεράστιο σφάλμα καθώς επιβάρυνε τον ελληνικό Προϋπολογισμό με αρκετά δισεκατομμύρια  ευρώ.   
Κατά την περίοδο του «εκσυγχρονιστικού»  κλεφτοΠΑΣΟΚ έγιναν μεγάλες ρεμούλες τόσο από υπουργούς και κομματικά στελέχη, όσο και από μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα. Δικαιολογημένα, η κυβέρνηση του Σημίτη ονομάστηκε «Κυβέρνηση των Νταβατζήδων».
Η οκταετία Σημίτη σημαδεύτηκε με το «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου», ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ο Σημίτης, ο υπόδικος πρώην υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου και άλλα πασοκόσκυλα ώθησαν τους πολίτες να επενδύσουν τις οικονομίες τους στο Χρηματιστήριο για να πλουτίσουν κάποια λαμόγια εις βάρος των κορόϊδων.
Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, κυριευμένοι από την μανία του εύκολου πλουτισμού, έσπευσαν να ανταποκριθούν. Όταν τελικά έσκασε η φούσκα και δεκάδες χιλιάδες οικογένειες καταστράφηκαν, ο ανάλγητος  απατεώνας Σημίτης, αντί να ζητήσει συγγνώμη, δήλωσε κυνικά «Ας πρόσεχαν».
Παρόλο που το «σκάνδαλο του χρηματιστηρίου» υπήρξε ένα από το μεγαλύτερα οικονομικοπολιτικά σκάνδαλα της μεταπολεμικής Ελλάδας, το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα συγκάλυψε όλες τις ευθύνες των εμπλεκομένων.
Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Σημίτη η «ισχυρή Ελλάδα» των νεόπλουτων λαμογιών ξόδεψε για τα Olympic Games του 2004 τουλάχιστον 13 δισ. ευρώ αν και πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι το πραγματικό κόστος ήταν κατά πολύ υψηλότερο. Με αφορμή τα Olympic Games κάποιοι θησαύρισαν εις βάρος του υπόλοιπου λαού που καλείται τώρα να πληρώσει τα «σπασμένα».
Επί πασοκρατίας η παιδεία συνέχισε να είναι παραδομένη στον άκρατο κομματισμό. Οι καταλήψεις των πανεπιστημιακών σχολών από τους αναρχοκομμουνιστές ήταν καθημερινό φαινόμενο, η παραπαιδεία συνεχιζόταν ακάθεκτη, η αξιολόγηση και η αναβάθμιση του έργου των εκπαιδευτικών ανύπαρκτη. Η αξιοκρατία λέξη άγνωστη. Χτυπήθηκε η γλώσσα, το εθνικό φρόνημα, η αριστεία. Καταργήθηκαν τα πρότυπα σχολεία, τα οποία λειτουργούσαν μέχρι τότε παράλληλα με τα υπόλοιπα δημόσια σχολεία, και μετατράπηκαν σε πειραματικά, εξαιτίας ενός ακραίου υστερικού λαϊκισμού και μαρξιστικών ιδεοληψιών που διακατείχε πολλά από τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Το επιχείρημα ήταν ότι τα πρότυπα σχολεία είχαν έναν κοινωνικά ελιτίστικο χαρακτήρα, αποτελώντας έτσι «μηχανισμό κοινωνικής διάκρισης και αναπαραγωγής» και ότι δεν μπορούν να υπάρχουν σχολεία δύο ταχυτήτων στη δημόσια εκπαίδευση.
Το ΠΑΣΟΚ κατάργησε το θεσμό του επιθεωρητή και τον αντικατέστησε με το θεσμό του σχολικού συμβούλου (εκείνη την χρονική περίοδο οι σχολικοί σύμβουλοι, οι διευθυντές σχολικών μονάδων, όπως και όλα τα ανώτερα στελέχη της εκπαίδευσης, ήταν σχεδόν όλοι τους πρασινοφρουροί), συμβάλλοντας έτσι στην υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, μιας και καταργήθηκε στην ουσία την αξιοκρατία, την αριστεία και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Ο εξισωτισμός - ισοπεδωτισμός κυριάρχησε για πολλές δεκαετίες στον πολύπαθο χώρο της παιδείας, με τα «γαλάζια» κομματόσκυλα να εναλλάσσονται με τα «πράσινα». Σήμερα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί  τις ίδιες χρεοκοπημένες αριστερές  ιδεοληψίες, που εφαρμόσθηκαν από το κλεφτοΠΑΣΟΚ και συνεχίστηκαν από την ψοφοδεξιά.
Αξιοσημείωτη ήταν η ανοχή (αν όχι συγκάλυψη) που έδειξε το ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες του ’80 και ’90 απέναντι στην αριστερή τρομοκρατία. Το 1983, το ΠΑΣΟΚ κατήργησε τον αντιτρομοκρατικό νόμο 774/1978 «περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος» ως αντιδημοκρατικό και αντίθετο στις ατομικές ελευθερίες.
Ο νόμος 1916/1990 «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» που ακολούθησε επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη - με τον οποίο μεταξύ άλλων, ενισχύονταν οι δικαιοδοσίες της αστυνομίας και απαγορευόταν οι δημοσιοποιήσεις  των προκηρύξεων των τρομοκρατικών οργανώσεων- καταψηφίστηκε τόσο από το ΠΑΣΟΚ  όσο και από τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς.
Όταν συλλαμβάνονταν κάποιος ύποπτος για τρομοκρατικές ενέργειες, βλέπαμε πασόκους και άλλους αριστερούς βουλευτές-δικηγόρους (Μαγκάκης, Αλεξανδρής, Γιαννόπουλος, Κουβέλης, Κωνσταντόπουλος κ.α.), δημοσιογράφους, ψευδομάρτυρες, πρασινοφρουρούς και κομμουνιστές συνδικαλιστές να υπερασπίζονται τους κατηγορουμένους, με τον αριστερό όχλο να κατακλύζει τις δικαστικές αίθουσες και τους χώρους εκτός δικαστηρίων, διαδηλώνοντας υπέρ των τρομοκρατών. Υπήρξαν περιπτώσεις που αυτοκίνητα εισαγγελέων, δικαστών, ενόρκων πυρπολήθηκαν πριν τις δίκες. Αν κάποιος δικαστής ή εισαγγελέας τολμούσε να προτείνει την καταδίκη ενός κατηγορουμένου για τρομοκρατία, δεχόταν υβριστικές επιθέσεις από τους δικηγόρους-βουλευτές υπερασπιστές.
Αποτέλεσμα ήταν, σχεδόν πάντα, οι κατηγορούμενοι να αθωώνονται.
Ο γράφων θυμάται τους πανηγυρισμούς πολλών πασοκόσκυλων στο χώρο εργασίας, ύστερα από κάθε χτύπημα των τρομοκρατών και την απογοήτευσή τους όταν συνελήφθησαν τα μέλη της 17 Νοέμβρη τον Ιούλιο του 2002.
Η δράση της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» σταμάτησε το καλοκαίρι του 2002, επί κυβερνήσεως κλεφτοΠΑΣΟΚ, με υπουργό Δημόσιας Τάξης τον Δημήτρη Χρυσοχοΐδη. Ήδη η τότε κυβέρνηση του μεταλλαγμένου «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ δεχόταν πιέσεις από τις Η.Π.Α και την Μεγάλη Βρετανία για την εξάρθρωση της αριστερής τρομοκρατίας  ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (2004). Στις 29 Ιουνίου του 2002 συνέβη ένα τυχαίο γεγονός: η σύλληψη του τραυματισμένου τρομοκράτη Σάββα Ξηρού έπειτα από πρόωρη έκρηξη του αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού που πήγε να τοποθετήσει στα εκδοτήρια της ακτοπλοϊκής εταιρίας «Hellas Flying Dolphins» στο λιμάνι του Πειραιά. Σύντομα ακολούθησε η σύλληψη πολλών μελών  της 17 Νοέμβρη και λίγο αργότερα η δίκη κατά την οποία δεκατέσσερις κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές που κυμάνθηκαν από 8 χρόνια μέχρι ισόβια.
Από τους αριστερούς τρομοκράτες που έδρασαν από το 1974 και μετά, οι περισσότεροι ουδέποτε συνελήφθησαν είτε λόγω παραγραφής είτε λόγω απροθυμίας του σάπιου μεταπολιτευτικού καθεστώτος. Κάποιοι  αθωώθηκαν στις δίκες και άλλοι στο εφετείο, ενώ από τους συλληφθέντες  της «17 Νοέμβρη» το 2002, οι περισσότεροι έχουν αποφυλακισθεί.
Εξοργιστική είναι η ανοχή που δείχνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις αναρχοκομμουνιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις, κάποια από τα μέλη των οποίων είναι γιοι και συγγενικά πρόσωπα βουλευτών και υπουργών του. Από τότε που ανάλαβε την εξουσία η «πρώτη φορά αριστερά», πρωτοκλασάτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τάχθηκαν απροκάλυπτα υπέρ της απελευθέρωσης όλων των αριστερών τρομοκρατών.
Μόνο δύο από τους αμετανόητους δολοφόνους της  17 Νοέμβρη βρίσκονται ακόμη στη φυλακή και αυτοί πρόκειται ελευθερωθούν σύντομα. Ο ένας μάλιστα, ο αρχιεκτελεστής Κουφοντίνας (γνωστός με το ψευδώνυμο «φαρμακοχέρης») απολαμβάνει προνομιακής μεταχείρισης, αφού έχει μεταφερθεί στις αγροτικές φυλακές για να εκτίσει τα υπόλοιπα δύο χρόνια φυλάκισής του.
44 χρόνια από την ίδρυση του κλεφτοΠΑΣΟΚ 
 Μέρος Δ’

To πρώιμο μαρξιστογενές ΠΑΣΟΚ υμνεί ο πρώην κνίτης Αλέξης Τσίπρας («Τσιπρανδρέας») μέσω ενός άρθρου του που δημοσιεύτηκε πριν ένα χρόνο, ανήμερα της ιδρυτικής διακήρυξης του κλεφτοΠΑΣΟΚ. Γράφει, μεταξύ άλλων, ο Τσίπρας στην φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Documento» με πρωτοσέλιδο τίτλο «Ήταν ο Ανδρέας ψεύτης;»: 
«Το πώς ένα μικρό πολιτικό κόμμα με το στίγμα μάλιστα του εξτρεμιστή, του βομβιστή και του φίλου της τρομοκρατίας εκείνης της εποχής, σε ελάχιστα χρόνια μεταμορφώθηκε σε μεγάλο κόμμα εξουσίας που έβαλε τη σφραγίδα του στη διαμόρφωση της Μεταπολίτευσης είναι θέμα που έχει προκαλέσει και εξακολουθεί να προκαλεί μεγάλες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις …. “Ο Ανδρέας Παπανδρέου δέχτηκε τα σφοδρά πυρά του «κατεστημένου» της εποχής, όπως ο ίδιος το ονόμασε, ως «λαϊκιστής», «λαοπλάνος», «ψεύτης», «επενδυτής σε απάτες και αυταπάτες». Αλλά η βασική και κυρίαρχη αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί, όσες αντιρρήσεις κι αν έχει κανείς για τη μετέπειτα πορεία του, είναι μία: διέθετε ένα πολιτικό αισθητήριο να διαγνώσει την ιστορική στιγμή της Μεταπολίτευσης, τα ζητούμενα και τις μεγάλες δυνατότητες που αυτή άνοιγε» ενώ αποδοκιμάζει την μετάλλαξη του πρώιμου ΠΑΣΟΚ σε κόμμα που εγκατέλειψε τον «ριζοσπαστικό του χαρακτήρα» και αντικρούει αυτούς που θεωρούν τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα-συνέχεια του ΠΑΣΟΚ.
«Σήμερα ξεμπερδεύουμε με το παλιό» έλεγε ο Τσίπρας  («Τσιπρανδρέας») με την ανάληψη της εξουσία από τον ΣΥΡΙΖΑ (αντίστοιχο του «Απόψε πεθαίνει η Δεξιά» του Ανδρέα το 1981) ενώ πριν λίγες  πριν  λίγες μέρες δήλωσε σε ομιλία του ότι «αυτοί που χρεοκόπησαν τη χώρα δεν έχουν θέση στη δική μας κυβέρνηση». Όμως η πλειονότητα των στελεχών και ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προέρχεται από το κλεφτοΠΑΣΟΚ. Χωρίς αυτούς η εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ξεπερνούσε το 4%, όσο ήταν περίπου το ποσοστό που έπαιρνε ο πρώην Συνασπισμός της Αριστεράς και της Συμφοράς. Πασόκοι όπως οι Μητρόπουλος, Κουρουμπλής, Τσουκαλάς, Σακοράφα, Τζάκρη, Μιχελογιαννάκης, Χρυσόγονος, Κοτσακάς και πλήθος άλλων, καθώς και πολλοί συνδικαλιστές-λαμόγια βρήκαν καταφύγιο στον ΣΥΡΙΖΑ.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το ΠΑΣΟΚ στην τελευταία του έσχατη απόδειξη. Όπως επρόκειτο να καταντήσει. Όλα τα λαμόγια, όλοι οι διεφθαρμένοι, όλοι οι τεμπέληδες, όλοι οι άχρηστοι, όλοι οι φαύλοι, είναι στο ΠΑΣΟΚ!», δήλωσε σε ραδιοφωνική συνέντευξη στις 9 Ιουνίου του 2015 ο ανεκδιήγητος Θεόδωρος Πάγκαλος.
Ας δούμε ποιοι είναι αυτοί οι πασοκοσυριζαίοι που στελεχώνουν την «πρώτη φορά αριστερά», η οποία «δεν έχει σχέση με το παλιό κατεστημένο», όπως ισχυρίζεται ο Αρχιψεύτης Αλέξης Τσίπρας:
Γιώργος Σταθάκης, Υπουργός Περιβάλλοντος, Ανάπτυξης και Ενέργειας, πρώην υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού. Υπήρξε μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας 1989-90 στο πλευρό του τότε Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και ιστορικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ Γεωργίου Γεννηματά, στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα. Ο Σταθάκης κατηγορήθηκε για ατασθαλίες εκατομμυρίων, από το 1996 έως το 2004, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Φυσικά, ως είθισται σε παρόμοιες περιπτώσεις, ο Σταθάκης αθωώθηκε και για τις τρεις κατηγορίες που τον βάρυναν.
Νίκος ΚοτζιάςΥπουργός Εξωτερικών, πρώην φανατικός κουκουές, επονομαζόμενος «Σουσλώφ  του ΚΚΕ». Ένα από τα βιβλία του είναι το «επιστημονικό» πόνημα 95 σελίδων με τίτλο «Η Πολωνία και Εμείς», που εκδόθηκε το 1981 από τον κομμουνιστικό εκδοτικό οίκο «Σύγχρονη Εποχή», στο οποίο εκθείαζε το δικτατορικό καθεστώς Γιαρουζέλσκι. Αργότερα ο Κοτζιάς συνεργάστηκε στενά με το κλεφτοΠΑΣΟΚ. Διετέλεσε σύμβουλος του Θεόδωρου Πάγκαλου αλλά και του ΓΑΠ, όταν αυτοί ήταν υπουργοί Εξωτερικών.
Γιάνης Βαρουφάκης. Ο ναρκισσιστής πρώην υπουργός Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην πασόκος, υπήρξε «σύμβουλος» του ανεκδιήγητου ΓΑΠ, όταν ο τελευταίος ήταν πρωθυπουργός.
Νίκος Τόσκας. Υποστράτηγος ε.α., πρώην πασόκος  «ανδρεοπαπανδρεϊκός», πρώην υφυπουργός Άμυνας και υπουργός  προστασίας του πολίτη, η ανεπάρκεια του οποίου υπήρξε καταστροφική. Ήταν επικεφαλής του Γραφείου του Πάνου Μπεγλίτη από το 2009 ως τον Ιούλιο του 2011 και υπήρξε ο κύριος συντάκτης του προγράμματος του ΠΑΣΟΚ για την Άμυνα στις εκλογές του 2009.
Αλέκος Φλαμπουράρης. Υπουργός Επικρατείας, πρώην στέλεχος του ΚΚΕ, κατόπιν του ΚΚΕ εσωτ.  και αργότερα του ΣΥΝ. Διατηρούσε διασυνδέσεις σε όλους τους πολιτικούς χώρους, αλλά και γνωριμίες με ισχυρούς οικονομικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες. Είχε, επίσης, στενές σχέσεις με το κλεφτοΠΑΣΟΚ και υπήρξε υπεύθυνος του κόμματος για την «παρακολούθηση των Ολυμπιακών Έργων» («Και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ» όταν πρόκειται για τη μάσα).
Παναγιώτης Κουρουμπλής, υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πρώην πασόκος (μέχρι το 2011). Ο Κουρουμπλής είχε εκλεγεί τρεις φορές βουλευτής με το κλεφτοΠΑΣΟΚ στο νομό Αιτωλοακαρνανίας.
Νίκος Παρασκευόπουλος, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, πρώην πασόκος (κατά την περίοδο 1993-1995, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, υπήρξε σύμβουλος για θέματα Ποινικού και Σωφρονιστικού Δικαίου του τέως υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Κουβελάκη). Είναι αυτός που με νομοθετήματα-τερατουργήματα αποφυλάκισε δεκάδες εγκληματίες, που εκτίανε ποινές ισόβιας κάθειρξης για ειδεχθή εγκλήματα (οι οποίοι συνέχισαν τις παρανομίες και τις δολοφονίες, εξερχόμενοι από τις φυλακές) καθώς και λαμόγια που ευθύνονται για καταλήστευση των δημόσιων πόρων (πρόσφατη περίπτωση, η αποφυλάκιση του Α. Φλώρου της Energa).
Βασιλική Κατριβάνου, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012. Κόρη του Ηλία Κατριβάνου, ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής με το κλεφτοΠΑΣΟΚ τρεις φορές (1997, 1981 και 1985) ενώ το 1984 διετέλεσε υφυπουργός Εσωτερικών.
Δημήτρης Μάρδας: Μέλος του ΠΑΣΟΚ από το 1982. Πρώην Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εμπορίου την περίοδο 2000-2002, επί υπουργίας Νίκου Χριστοδουλάκη, και ακολούθως ως Διευθύνων Σύμβουλος του Ελληνικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου (Οκτώβριος 2002 – Απρίλιος 2004).
Στάθης Παναγούλης: Εξελέγη βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στη Β’ Αθήνας δύο φορές (1977 και 1981). Το 1981, στην πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, διετέλεσε υφυπουργός Εσωτερικών. Τον Σεπτέμβριο του 1982 διαγράφηκε από το ΠΑΣΟΚ και παρέμεινε ανεξάρτητος βουλευτής. Αφού πέρασε από διάφορα κόμματα (Κ.Κ.Ε., Πολιτική Άνοιξη, Συνασπισμό, κ.λπ) κατέληξε στον ΣΥΡΙΖΑ.  Εξελέγη βουλευτής Β’ Αθηνών τον Ιούνιο του 2012 και διαγράφηκε τον Νοέμβριο του 2015.
Χρήστος Σπίρτζης, υπουργός Υποδομών, πρώην πασόκος. Υπήρξε μέλος του Τομέα Περιφερειακής Οργάνωσης του κλεφτοΠΑΣΟΚ, με την υποστήριξη του οποίου εξελέγη πρόεδρος του Τ.Ε.Ε. τον Ιούλιο του 2010.
Γιάννης Πανούσης: Μέλος του ΠΑΣΟΚ από το 1978 απ’ όπου αποχώρησε στις αρχές του 2000.  Το 2012 εξελέγη βουλευτής Α’ Αθηνών με τη Δημοκρατική Αριστερά. Στην πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα το 2015 ορίστηκε αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης αρμόδιος για θέματα Προστασίας του Πολίτη. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.
Γιώργος Κατρούγκαλος. Ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, πρώην υπουργός Εργασίας, και νυν αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Κατρούγκαλος προέρχεται από το ΚΚΕ, μέλος του οποίου υπήρξε στα νεανικά του χρόνια. Ο Κατρούγκαλος βρέθηκε σε περίοπτες θέσεις κατά τη διάρκεια της πασοκρατίας ενώ διετέλεσε νομικός σύμβουλος του υπουργού (α)Παιδείας Τζέφρυ Παπανδρέου (1994, 1997-2002).
Μέσω του κατάπτυστου «νόμου Κατρούγκαλου» επαναπροσελήφθησαν  όλα τα λαμόγια του δημοσίου που τέθηκαν σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας: κλέφτες  του δημόσιου χρήματος, γιατροί του ΕΣΥ που έπαιρναν φακελάκια, επίορκοι εφοριακοί, εκβιαστές, παιδεραστές, μαστροποί, πλαστογράφοι, κ.λπ. κ.λπ. Ο «υπουργός με το μαντιλάκι» Κατρούγκαλος είναι ο «σφαγέας» των συνταξιούχων. Μέσω του νομοσχεδίου-λαιμητόμου για το ασφαλιστικό, που φέρει την υπογραφή  του, καταδίκασε στη φτώχεια και την εξαθλίωση εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους. Από τα δύο υπουργεία που πέρασε ο ελεεινός Κατρούγκαλος άφησε πίσω του καταστροφή, δυστυχία, οργή και απόγνωση.
Παναγιώτης Σγουρίδης, Υπήρξε μέλος του ΠΑΣΟΚ από τα νεανικά του χρόνια. Το 1982 εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος Ξάνθης και επανεκλέχθηκε το 1986. Το 1989 εκλέχθηκε βουλευτής του Νομού Ξάνθης (μέχρι το 2009) με το ΠΑΣΟΚ. Στις εκλογές του 2015 κατέβηκε  υποψήφιος με τους ΑΝΕΛ αλλά δεν κατόρθωσε νε εκλεγεί βουλευτής. Ωστόσο, στην πρώτη Κυβέρνηση Τσίπρα διετέλεσε Υφυπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και στη δεύτερη Κυβέρνηση Τσίπρα Υφυπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Παραιτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2016 λόγω διαφωνίας του με τον Τσίπρα.
Γεννιά Γεωργία: Πρώην στέλεχος της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ από το οποίο αποχώρησε το 2010. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 εξελέγη Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ της Α΄Πειραιά και Νήσων.
Νίνα Κασιμάτη: Ήταν ενταγμένη στο ΠΑΣΟΚ από τα νεανικά της χρόνια και υπήρξε μέλος του Εθνικού Συμβουλίου ΠΑΣΟΚ (2005 και 2008). Θαυμάστρια του Φιντέλ Κάστρο, είναι αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής ομάδας Φιλίας Ελλάδας-Κούβας. Εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και επανεξελέγη τον Σεπτέμβριο του 2015.
Αλέξης Μητρόπουλος: Ο εργατολόγος Μητρόπουλος την περίοδο 1981-1985(πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου), διετέλεσε Ειδικός Σύμβουλος του Υπουργείου Εργασίας και υπήρξε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ. Το 1986 διαφώνησε με τη πολιτική λιτότητας της  δεύτερης κυβέρνησης Παπανδρέου και διαγράφηκε από το ΠΑΣΟΚ για να επανέλθει τέσσερα χρόνια αργότερα (1990). Το 1996 αποχώρησε ξανά από το ΠΑΣΟΚ και προσχώρησε στο ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα. Στα τέλη της δεκαετίας του 90 επανήλθε στο ΠΑΣΟΚ, όπου παρέμεινε για μια περίπου δεκαετία. Το 2012 προσχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ και εξελέγη βουλευτής στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 καθώς και σε εκείνη του Ιανουαρίου 2015. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 έμεινε εκτός των λιστών του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς κατηγορήθηκε για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Λίγους μήνες αργότερα του ασκήθηκαν ποινικές διώξεις για τα δύο οικονομικά εγκλήματα, αλλά ως είθισται  σε ανάλογες περιπτώσεις την έβγαλε καθαρή όπως βεβαίως και πολλά άλλα λαμόγια του κλεφτοΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ.
Σοφία Σακοράφα: Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ στη Β’ Αθήνας στις εκλογές του 2007  καθώς και στις εκλογές του 2009. Μετά τη διαγραφή της από το ΠΑΣΟΚ προσχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ και στις εκλογές του 2012 εξελέγη βουλευτής Β' Αθηνών. Στις ευρωεκλογές του 2014 εξελέγη ευρωβουλευτής με το ίδιο κόμμα, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2015 ανεξαρτητοποιήθηκε από την ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Εύη Καρακώστα: Μέλος του ΠΑΚ  Ιταλίας από τα φοιτητικά της χρόνια και εκπρόσωπος  Ιταλίας στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, από όπου αποχώρησε το 1975. Εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και επανεξελέγη τον Σεπτέμβριο του 2015.
Γιάννης Γκιόλας: Υποψήφιος δήμαρχος Ναυπλίου το 2010 με στήριξη του ΠΑΣΟΚ. Εξελέγη Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Αργολίδας.
Γιώργος Πάντζας:  O ηθοποιός Γιώργος Πάντζας προέρχεται από το χώρο του κλεφτοΠΑΣΟΚ. Το 1986 ήταν υποψήφιος Δήμαρχος Καισαριανής, με την στήριξη του ΠΑΣΟΚ. Το 1994 αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ και εντάχθηκε στο ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα, με το οποίο κατέβηκε υποψήφιος στη Β΄ εκλογική περιφέρεια Αθηνών σε διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις. Στις βουλευτικές εκλογές του 2007 ήταν υποψήφιος με το ΣΥΡΙΖΑ στην ίδια εκλογική περιφέρεια. Είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ από τον Ιούνιο του 2012.
Γιώργος Παπαηλιού: διετέλεσε Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας του ΥΒΕΤ (1993-1994). Μετείχε ως υποψήφιος βουλευτής του ΠΑΣΟΚ., στο ψηφοδέλτιο επικρατείας στις εκλογές Νοεμβρίου 1989 και Απριλίου 1990 και στο ψηφοδέλτιο του Νομού Αρκαδίας στις εκλογές 2000, 2004 και 2007. Τον Μάιο του 2010 αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ και λίγο αργότερα εξελέγη Βουλευτής Αρκαδίας με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Γιάννης Μιχελογιαννάκης: Ο γραφικός γιατρός Μιχελογιαννάκης υπήρξε επί χρόνια μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Ηρακλείου και του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ. Διετέλεσε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ από τον Ιανουάριο του  2011 μέχρι και το Φεβρουάριο του 2012, οπότε και διαγράφηκε επειδή καταψήφισε το δεύτερο μνημόνιο και εντάχθηκε στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Επανεκλέχτηκε ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του 2015 και υπερψήφισε το τρίτο μνημόνιο.
Μάρκος Μπόλαρης: Εξελέγη Βουλευτής Σερρών με το ΠΑΣΟΚ 5 φορές (2004, 2007, 2009 και δύο φορές στις εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου του 2012). Διετέλεσε Υφυπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη στην Κυβέρνηση Τζέφρυ Παπανδρέου (2009-2010). Στις δημοτικές εκλογές 2010 ήταν υποψήφιος περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας με το ΠΑΣΟΚ. Στον ανασχηματισμό του Ιουνίου του 2011 ο Μπόλαρης διετέλεσε υφυπουργός Υγείας.
Ολυμπία Τελιγιορίδου: Υποψήφια βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στην Α’ Θεσσαλονίκης (1993, 1996). Αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ το 1998. Εξελέγη βουλευτής Καστοριάς με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Θεόδωρος Παραστατίδης: Διατέλεσε Νομάρχης Κιλκίς την περίοδο 1996 - 2002. Εξελέγη βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ το 2009 και το 2012. Διαγράφηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ δύο φορές, κατά την ψήφιση του δεύτερου και του τρίτου Μνημονίου. Εξελέγη βουλευτής του Ν. Κιλκίς με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Άννα Βαγενά: Υπήρξε υποψήφια βουλευτής του ΠΑΣΟΚ το 2009. Στις εκλογές του 2009 ήταν υποψήφια με το ΠΑΣΟΚ στην  Α’ Αθηνών. Εξελέγη βουλευτής στις 12 Φεβρουαρίου του 2012, μετά από την παραίτηση της Πέμης Ζούνη και διεγράφη αμέσως μετά καταψήφισε το μνημόνιο. Παρέμεινε ως ανεξάρτητη μέχρι τη διάλυση της Βουλής και στη συνέχεια προσχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ με τον οποίο εξελέγη βουλευτής το 2015.
Θεοδώρα Τζάκρη: Εξελέγη Βουλευτής Πέλλας με το ΠΑΣΟΚ και επανεξελέγη στις εκλογές του 2007, 2009 και 2012. Από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι και τον Ιούνιο του 2011 διετέλεσε υφυπουργός Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με έδρα τη Θεσσαλονίκη στην Κυβέρνηση Τξέφρυ Παπανδρέου. Στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 εξελέγη βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Στους παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν και δύο ακόμη πρώην πασόκοι που ανέλαβαν υπουργεία στον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΑ-ΑΝΕΛ: η Μυρσίνη Ζορμπά και η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου.  Η πρώτη έγινε υπουργός Πολιτισμού και η δεύτερη υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
Εκατοντάδες άλλοι πασόκοι, πρώην υπουργοί, βουλευτές και μεγαλοστελέχη, προερχόμενοι από τόσο από το «βαθύ» όσο και από το «εκσυγχρονιστικό» κλεφτοΠΑΣΟΚ,  έχουν βρει καταφύγιο στον ΣΥΡΙΖΑ: Γιάννης Δημαράς, Γιάννης Ραγκούσης, Οδυσσέας Βουδούρης, Γιώργος Δέδες, Σωκράτης Βαρδάκης, Αντώνης Κοτσακάς, Νίκος Μαδεμλής, Δημήτρης Σακελλάρης, Κρίτων Αρσένης, Γιάννης Μυλόπουλος, Δημήτρης Κωνσταντινίδης, Παναγιώτης Ρουμελιώτης, Γιάννης Ρουμπάτης, Μενέλαος Γκίβαλος, Κώστας Ασλάνης, Γιώργος Ουρσουζίδης, Γιώργος Αναγνωστόπουλος, Δημήτρης Τσουκαλάς, Κυριακή Τεκτονίδου κ.α.
Επίσης, πολλά  άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που είχαν διατελέσει νομάρχες, αντινομάρχες, δήμαρχοι, διευθυντές και μεγάλα στελέχη δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων και συμμετείχαν στη λεηλασία των δημόσιων πόρων, εισχώρησαν μαζικά στο ΣΥΡΙΖΑ. Οργή και θυμό προκαλεί η ατιμωρησία των εκατοντάδων πολιτικάντηδων του κλεφτοΠΑΣΟΚ και πολλών άλλων λαμογιών της «πράσινης νομενλατούρας» που όχι μόνο μένουν στο απυρόβλητο, αλλά μας κουνούν και το δάκτυλο και μας δίνουν «συμβουλές» για το πώς θα βγούμε από την κρίση που αυτοί οι ίδιοι δημιούργησαν.
Το ΠΑΣΟΚ, όσα ονόματα ν’ αλλάξει, όσες μεταλλάξεις να υποστεί, όσα κόμματα - κλώνους και κόμματα-χίμαιρες να δημιουργήσει ( Ελιά, Κίνημα Αλλαγής, Δημοκρατική Συμπαράταξη, Ποτάμι, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, ΝΔ-ΠΑΣΟΚ κ.λπ.) στη συνείδηση των περισσότερων Ελλήνων θα παραμένει ως κλεφτοΠΑΣΟΚ, το κόμμα της μεταπολιτευτικής φαυλοκρατίας-κλεπτοκρατίας που φέρει την μεγαλύτερη ευθύνη για την χρεοκοπία της πατρίδας μας και την εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας στους διεθνείς τοκογλύφους. 
Το κόμμα αυτό της λωποδυσίας και της διαφθοράς καλείται ο ελληνικός λαός να ξαποστείλει, όσο το δυνατόν συντομότερα, εκεί όπου ανήκει: στον Απόπατο της Ιστορίας.
  Παύλος Γκάσταρης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου